Η ΥΔΙΠ και η έκθεση Δούρου

 

Η πολυσέλιδη έκθεση Δούρου προς την υπηρεσία του τον Μάιο του 1945 έδινε με λεπτομέρειες τα έργα και τις ημέρες της ΥΔΙΠ σύμφωνα με την οπτική του ίδιου του Δούρου. Σε πολλά σημεία η έκθεση παρουσιάζει τις έκνομες ενέργειες των γερμανικών αρχών, τις παρεμβάσεις και τη λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών.

Ο Δούρος φρόντισε στην έκθεσή του να δικαιολογήσει τη λειτουργία της υπηρεσίας του αλλά και τις δικές του ενέργειες υπό το καθεστώς του τρόμου που επέβαλλαν οι Γερμανοί. Οι ευθύνες του όμως είναι αδιαμφισβήτητες γιατί η ΥΔΙΠ υπό τη δική του διεύθυνση έγινε όργανο των αρχών Κατοχής που υποστήριξε την εκμετάλλευση και διαρπαγή. Μεταπολεμικά ο Δούρος προφυλακίστηκε αλλά με βούλευμα δεν απαγγέλθηκαν τελικά κατηγορίες εναντίον του.

 

Έκθεση Δούρου

Στις 7 Μαρτίου 1943, λίγο πριν την αναχώρηση του πρώτου τρένου για το Άουσβιτς ιδρύεται με εντολή των Γερμανών η Υπηρεσία Διαχείρισης Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ), με σκοπό τον διορισμό μεσεγγυούχων σε εβραϊκές επιχειρήσεις. Διευθυντής τοποθετείται ο Ηλίας  Δούρος, ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών και από το 1941 έφορος του κτηματικού γραφείου Θεσσαλονίκης. Σε υπόμνημά του, έκτασης 92 σελίδων, που υπέβαλε στις 31-5-1945 ο Δούρος εξηγεί πώς λειτούργησε η υπηρεσία του, υπό συνθήκες συνεχών και έντονων παρεμβάσεων εκ μέρους των αρχών κατοχής,  δίνει παραδείγματα της διαρπαγής και του πλιάτσικου εκ μέρους Ελλήνων αλλά και Γερμανών, εξηγεί το γιατί κατά τη γνώμη του ήταν σωστό που ενεπλάκη η υπηρεσία στη διαχείριση των ισραηλιτικών περιουσιών και επιχειρεί να αποσείσει από πάνω του την ευθύνη για όσα συνέβησαν.

 

Ένα δείγμα του τι θα επακολουθούσε με τη διαχείριση των περιουσιών, δόθηκε πριν  ακόμη τη λήψη των αντισημιτικών μέτρων. Κατασχέθηκαν τα εμπορεύματα από όλα τα ισραηλιτικά καταστήματά χαρτού και παραδόθηκαν στην ελληνογερμανική εταιρεία χάρτου, ενώ τα εμπορεύματα από τα μεγαλύτερα καταστήματα σιδηρικών δόθηκαν σε διάφορες γερμανικές μονάδες, χωρίς η ελληνική διοίκηση να λάβει γνώση του περιεχομένου και της τύχης τους, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Δούρος.

 

Το θεσμικό πλαίσιο

Στα μέσα Μαρτίου του 1943, η ιδιοκτησία των περιουσιών μεταβιβάστηκε στο ελληνικό δημόσιο (υπ αριθ. 5/9898/15-6-43 διαταγή του γερμανικού στρατηγείου). Είχε προηγηθεί η διαταγή του στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης- Αιγαίου (υπ αριθμ 5/2839/7-3-43) προς τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας να συστήσει την ΥΔΙΠ, η οποία θα έπρεπε να προβαίνει στους διορισμούς των μεσεγγυούχων των ισραηλιτικών καταστημάτων και επιχειρήσεων εν γενεί.

Αρχικά, επειδή δεν υπήρχε σχετική νομοθεσία για τον ορισμό μεσεγγυούχων σε περιούσιες Ελλήνων πολιτών, ο πρόεδρος του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Κράλης υποστήριξε ότι δεν έπρεπε να γίνουν διορισμοί. Επικράτησε η άποψη για άμεσους και αθρόους διορισμούς, ώστε να αποφευχθεί η δυνατότητα στις αρχές κατοχής να τα διαθέσουν σε άτομα «εμπίπτοντα εντός του κύκλου των ενδιαφερόντων των» και τα οποία «είναι άγνωστα, δεν παρείχαν εμπιστοσύνη και είναι φανερό ότι  απέβλεπαν στον σφετερισμό και ιδιοποίηση». Τελικά  συνέβη ακριβώς αυτό που επιχειρήθηκε να αποφευχθεί, τόσο κατά το πρώτο διάστημα, όσο και στη μετά τη δημοσίευση του σχετικού νόμου, καθώς οι γερμανικές παρεμβάσεις ήταν συνεχείς.

 

Με υπουργική απόφαση της ΓΔΜ (48163/8-3-43) συστάθηκε η ΥΔΙΠ και τα επιμέρους όργανα της υπηρεσίας (εποπτικό συμβούλιο και ειδική υποεπιτροπή διορισμών μεσεγγυούχων) και ορίστηκε ότι μέχρι τη νομοθετική ρύθμιση η μεσεγγύηση και διαχείριση θα ενεργούνταν κατ’ εφαρμογή των  νομοθετικών διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί με το ξέσπασμα του ελληνοιταλικού πολέμου, (υπ αριθμ 2836/1940 και 309/41) για τις υπό μεσεγγύηση ιταλικές περιουσίες, δηλαδή τις περιουσίες του τότε εχθρού. Στις 9 Μαρτίου, σε έγγραφο της ειδικής υπηρεσίας των Γερμανών «δι ισραηλιτικάς υποθέσεις» δινόταν συμπληρωματικές οδηγίες, για την καταγραφή των  καταστημάτων και την απόδοση στους Εβραίους τα χρηματικά ποσά που βρισκόταν εντός των καταστημάτων. Τα κριτήρια για τον ορισμό κάποιου ως μεσεγγυούχου ορίστηκαν στην αρ.11/14-3-43 απόφαση της ειδικής υποεπιτροπής διορισμών της ΥΔΙΠ.

 

Με βάση το παραπάνω θεσμικό πλαίσιο, η ΥΔΙΠ σχεδίαζε να προχωρά σε απογραφές και στη συνέχεια να ορίζει μεσεγγυούχους. Αρχικά, οι απογραφές διενεργούνταν από τριμελείς επιτροπές στις οποίες συμμετείχαν  i) ένας δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος οργανισμού δημοσίου δικαίου, ii) ένας πραγματογνώμονας και ii) εκπρόσωπος της ΙΚΘ ή ο ιδιοκτήτης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι διοριζόταν από την ΥΔΙΠ από καταστάσεις που έστελναν διάφορες υπηρεσίες ή οργανισμοί δημοσίου δικαίου (μπορεί να ήταν τραπεζιτικοί, αξιωματικοί μόνιμοι ή έφεδροι, και μετά δικηγόρος, υπάλληλος ΙΚΑ, συμβολαιογράφος κτλ). Πίνακες μη τακτικών δημοσίων υπαλλήλων έστελνε κυρίως ο ανώτερος προϊστάμενος της ΥΔΙΠ, Χρήστος Ιντζος. Οι πραγματογνώμονες επιλέγονταν από καταστάσεις του εμποροβιομηχανικού, επαγγελματικού και βιοτεχνικού επιμελητήριου καθώς και των προσφυγικών και επαγγελματικών οργανώσεων.  Η ΙΚΘ έστελνε κάθε μέρα στην ΥΔΙΠ κατάσταση με 100 περίπου καταστήματα και ειδοποιούσε τους ιδιοκτήτες ώστε η καταγραφή να γινόταν παρουσία τους. Στη συνέχεια η ΥΔΙΠ συνέτασσε δελτία πρωτοκόλλων καταγραφής και όριζε μεσεγγυούχους βάσει των προτάσεων της ειδικής υποεπιτροπής διορισμού μεσεγγυούχων.

 

Στην πραγματικότητα όλες οι προϋποθέσεις που είχαν οριστεί και οι διαδικασίες που προβλέπονταν καταστρατηγούνταν από διάφορους ενδιαφερόμενους είτε επρόκειτο για πραγματογνώμονες αφού προβλεπόταν αμοιβή είτε επρόκειτο για επίδοξους μεσεγγυούχους. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα επιμελητήρια ήταν συνεχής, η λειτουργία της ΥΔΙΠ και οι διαδικασίες της διάτρητες και οι γερμανικές παρεμβάσεις διαρκείς.

 

Την 1η Ιουνίου 1943 δημοσιεύτηκε ο νόμος 205/43 περί διαχειρίσεως ισραηλιτικών περιουσιών και, τυπικά, η αρμοδιότητα προτάσεων μεσεγγυούχων ανατέθηκε στη γνωμοδοτική επιτροπή, που αποτελούνταν από προέδρους επιμελητηρίων, εκπροσώπους επαγγελματικών προσφυγικών οργανώσεων και ανωτέρων δημοσίων υπαλλήλων, υπό την εποπτεία προέδρου ανώτερου δικαστικού

Η γνωμοδοτική επιτροπή άρχισε το έργο της στις 5/7/43, αλλά όταν υπήρχε γερμανική εντολή παρακάμπτονταν η όποια διαδικασία.  Εξάλλου από τον Ιούλιο του 1943 η ΥΔΙΠ πέρασε στη διοικητική αρμοδιότητα των αρχών κατοχής, οπότε ο ν.205/43 ντε φάκτο δεν εφαρμόστηκε, αν και τυπικά ήταν εν ισχύ.  Στις 28/7/43 σημειώθηκε ζωηρό επεισόδιο μεταξύ του Γερμανού επιθεωρητή της ΥΔΙΠ Κ. Κουν και του Έλληνα διευθυντή της, Δούρου και μελών εποπτικού συμβουλίου για τη ρήτρα μη πώλησης των εμπορευμάτων από μεσεγγυούχους όπως προβλέπονταν στο νόμο. Μετά το συμβάν, καταργήθηκε το Εποπτικό Συμβούλιο της ΥΔΙΠ (απόφαση 10/8/43) αλλά διατηρήθηκε η γνωμοδοτική επιτροπή. Σύμφωνα με τον Δούρο, οι προτάσεις της λαμβάνονταν υπόψιν ελάχιστες φορές και είχαν ως αποτέλεσμα να καταλήγουν και κάποια καταστήματα σε πρόσφυγες που στερούνταν μέσων.

 

 

********************************************************************************************************

Α. ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΙΔΙΟΚΤΗΤΩΝ, ΚΑΤ’ ΕΝΤΟΛΗ ΓΕΡΜΑΝΩΝ

Από την πρώτη στιγμή η ΥΔΙΠ ήρθε αντιμέτωπη με συνεχείς πιέσεις εκ μέρους των γερμανικών αρχών για την επίσπευση του έργου της καταγραφής των κατασχεθέντων καταστημάτων, γιατί ήθελαν να επιταχύνουν το ρυθμό του εκτοπισμού των Ισραηλιτών εκ Θεσσαλονίκης.

Όμως υπήρχαν διάφορες δυσχέρειες που καθυστερούσαν τη διαδικασία απογραφής:

α) για την έξοδο ιδιοκτητών από το γκέτο για την καταγραφή απαιτούνταν ειδική άδεια που καθυστερούσε

β) τα κλειδιά ορισμένων καταστημάτων ήταν σε διάφορες γερμανικές υπηρεσίες και δεν μπορούσε να ακολουθηθεί η συνήθης διαδικασία ανοίγματος-καταγραφής

γ) για ολοφάνερους λόγους οι Εβραίοι δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον για την καταγραφή,

δ) κατόπιν εντολής, η ΥΔΙΠ ήταν υποχρεωμένη να παραδίδει εμπορεύματα σε διάφορες γερμανικές μονάδες

ε) προγραμματίζονταν η απογραφή αλλά στο μεταξύ οι ιδιοκτήτες είχαν αναχωρήσει.

στ) οι αναχωρούντες έπαιρναν μαζί τους τα κλειδιά. Η υπηρεσία παραβίαζε την πόρτα των καταστημάτων με ειδικούς τεχνίτες, με κίνδυνο «διαρροής των εμπορευμάτων» και γιατί η τεχνική επανασφάλισης τούτη απήτει μεγαλύτερο χρόνο».

Μέχρι τέλος Μαρτίου ή αρχές Απριλίου 1943 (οπότε εκτοπίστηκε το μεγαλύτερο μέρος των Εβραίων) η ΥΔΙΠ απέγραψε παρουσία των ιδιοκτητών ή αντιπροσώπων της ΙΚΘ μόνο 600 εκ των σπουδαιότερων και σοβαρότερων καταστημάτων εκ του συνόλου των 1.700 καταστημάτων και επιχειρήσεων εν γενεί που περιλαμβάνονταν στον πίνακα που παρέδωσαν οι αρχές κατοχής.

Μετά την αναχώρηση των Ισραηλιτών η ΥΔΙΠ θεώρησε ότι δεν υπήρχε λόγος να συνεχιστεί η εσπευσμένη καταγραφή.

Στο μεταξύ από τις 30 Μαρτίου 1943 συνεργεία πολιτών υπό την εποπτεία Γερμανών της ειδικής γερμανικής υπηρεσίας δι’ Ισραηλίτες και «του γνωστού εν Θεσσαλονίκη Λάσκαρι Παπαναούμ περιήρχοντο την πόλιν και εσφραγιζον τα ισραηλιτικά καταστήματα και επικολλούσαν μικρά διακριτικά τεμάχια χαρτού με την επιγραφήν ‘’κατάσχεται’’».

Με αποφάσεις της υποεποτροπής διορισμών είχε αποφασιστεί ο διορισμός ιδιωτών εχόντων ανάγκη επαγελματικής αποκατάτασης, ανατρέποντας την διάταξη του νόμου που λέει ότι κανόνας οφείλει να είναι ο διορισμός δημοσίων υπαλλήλων. Η επιτροπή κατόπιν μακρών συζητήσεων, λόγω αντιτιθέμενων συμφερόντων, υπέδειξε διαχειριστές για 74 καταστήματα υφασμάτων, νεωτερισμών κλπ στις 30-5-43

 

 

Β. ΕΝΤΟΣ 24ΩΡΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Οι αρχές κατοχής θεώρησαν ότι η υποεπιτροπή καθυστερούσε να εκτελέσει τις εντολές τους για διορισμό των μεσεγγυούχων. Με την 9/100/19-6-1943 εντολή επέβαλλε στην αρμόδια υπηρεσία να διορίσει εντός 24 ωρών τα υποδεικνυόμενα άτομα «άνευ αντιδράσεως και άνευ οιασδήποτε άλλης διαδικασίας» σε 8 καταστήματα και 30 γραφεία στο Μέγαρο Καζές. Στην ίδια διαταγή αναφέρεται ότι αυτό θα γινόταν σε εξαιρετικές και επείγουσες καταστάσεις, κατόπιν εντολής της υπηρεσίας του Μέρτεν.  Διαβεβαιώσεις δόθηκαν και προφορικά από τον Κουν, αλλά τελικά η εξαίρεση έγινε ο κανόνας. Στις 21-6-43 ακολούθησε διαταγή, που επέβαλε την παρουσία δικηγόρου κατά τη διαδικασία. Μέσα σε 15 ημέρες εκδόθηκαν 69 διαταγές διάθεσης καταστημάτων, άνευ αποφάσεως της αρμόδιας επιτροπής της ΥΔΙΠ και «άνευ πραγματικής ύπαρξης επειγουσών αναγκών».

 

 

Γ. Η ΥΔΙΠ ΥΠΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Η γνωμοδοτική επιτροπή άρχισε το έργο της στις 5 Ιουλίου 1943. Από την ίδια μέρα οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές ανέλαβαν την πολιτική διοίκηση της Μακεδονίας και η ΥΔΙΠ ήταν ένα από τα τέσσερα τμήματα της Γερμανικής Διοικητικής Περιφέρειας, υπό την εποπτεία του Μέρτεν. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τον Δούρο «καταδεικνύει αναμφιβόλως το ενδιαφέρον των αρχών κατοχής δια την κατ’ιδιον τρόπον διαχειρίσεων της εν λόγω περιουσίας, η οποία κάθε άλλο παρά να συντέλεση εις την εκπλήρωση οιουδήποτε πολεμικού σκοπού εδύναντο, καθον χρόνον μάλιστα μέγας αριθμός διοικητικών υπηρεσιών, (εφοριαι, ταμεία, δασαρχεία, δικαστήρια, κτλ) τα και αποτελούντα την κυρίως διοίκηση σε κάθε χώρα δεν κίνησαν ή κίνησαν κατ’ελαχιστον το ενδιαφέρον των αρχών κατοχής». Ήταν «κατάδηλος η παρεχούσα θέση την οποίαν κατελάμβανεν εις τα σκέψεις των γερμανικών αρχών η τύχη της ισραηλητικής περιουσίας ιδία της κινητής εμπορικής και αστικής  μιας και τα ακίνητα δε μπορούν να εκποιηθούν ή να μεταφερθούν».

 

Μάλιστα ο Δούρος αναφέρει ότι ο Κουν, πριν την ανάληψη της πολιτικής διοίκησης από τους Γερμανούς, διέτασσε τηλεφωνικά την υπηρεσία να στέλνει υπαλλήλους με κλειδιά και επιστατούσε ο ίδιος προσωπικά τις παραδόσεις εμπορευμάτων (κατόπιν εντολών ή άνευ) σε γερμανικές μονάδες ή/και κρατούσε σημειώσεις για το περιεχόμενο και τη δυναμικότητα κάθε καταστήματος. Έτσι όταν ανέλαβε την υπηρεσία ήταν ενήμερος ίσως καλύτερα από οποιοδήποτε Έλληνα υπάλληλο.

 

Βλέποντας ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει από τα χέρια της, η γνωμοδοτική επιτροπή προχώρησε σε αθρόους διορισμούς, 1.754 ατόμων σε 956 καταστήματα, στο μεσοδιάστημα μέχρι να καθαρογραφεί, να μεταφραστεί και να υποβληθεί η απόφασή της στον Κουν. Συνήθως διόριζε 2-3 μεσεγγυούχους σε κάθε κατάστημα, λόγω πολλών αιτημάτων. Μερικές φορές, μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφερναν να γίνουν δεκτές οι προτάσεις της γνωμοδοτικής επιτροπής. Αν το κατάστημα είχε διατεθεί ήδη σε άλλον, τότε (η γνωμοδοτική επιτροπή) είχε το δικαίωμα να υποδεικνύει άλλο ελεύθερο κατάστημα. Στην αρχή η επιτροπή προσπαθούσε να πετύχει το εξής: όταν υπήρχαν τρεις μεσεγγυούχοι για ένα κατάστημα τότε και οι τρεις να είχαν δικαίωμα σε ένα άλλο. Αυτό δεν επετεύχθη γιατί μπορεί το άλλο να ήταν μικρότερης δυναμικότητας.

 

Στο μεταξύ όμως, λόγω ανάμειξης των αρχών κατοχής στη διαχείριση επενέβησαν «άτομα άγνωστα προς υπηρεσία», τα οποία ο Δούρος δεν μπορούσε να εμπιστευτεί, καθώς έδειξαν «διαθέσεις για σφετερισμό της ισραηλιτικής περιουσίας». Εξού και η υπηρεσία αποξενώθηκε από τα δικαιώματα π παρείχε ο Ν.205/43 και ζήτησε από την γνωμοδοτική επιτροπή  την υπόδειξη κατάλληλων ατόμων προς διορισμό.

 

Στη διάθεση των καταστημάτων από τις γερμανικές αρχές τηρούνται ορισμένες κατευθύνσεις:

α) τα κεντρικότερα ήταν για άτομα που προσφέρουν υπηρεσίες στην κεντρική διοίκηση (διακρίνονται Αρμένιοι, Τούρκοι και μερικοί Βούλγαροι).

β) σε δεύτερη μοίρα τα άτομα με έγγραφες συστάσεις από γερμανικές μονάδες ή αξιωματικούς και οι διερμηνείς- οι περισσότεροι αν όχι όλοι πήραν καταστήματα για αυτούς και συγγενείς τους.
γ
) Στην τρίτη μοίρα οι Έλληνες των οποίων τα καταστήματα είχαν επιταχθεί από τις γερμανικές αρχές.

Ο Κουν τα μεν ελεύθερα επεδίωκε να τα διαθέσει «παρά τούτου» για τα υπόλοιπα καθυστερούσε να εκδώσει παραχωρητήριο ώστε κ αυτά στο μεταξύ «διετίθεντο απ ευθείας σε έτερα πρόσωπα του ενδιαφέροντός του».

 

Επί τρίμηνο διάστημα παραχωρήθηκαν συνολικά 476 καταστήματα σε διαχειριστές, εκ των οποίων 160 ήταν εκείνοι οι διαχειριστές που υπέδειξε η γνωμοδοτική επιτροπή. Αν η επιτροπή υπέγραφε κατά λάθος για κατάστημα το οποίο εκ των υστέρων δηλώνονταν γερμανικό ενδιαφέρον ακύρωνε τον διορισμό και  παρέδιδε το κατάστημα στα «γερμανοσυστημένα πρόσωπα». Στη συνέχεια ο Κουν μετατέθηκε και αντικαταστάθηκε  από τον Βάγκνερ, ο οποίος σταμάτησε να λαμβάνει υπόψιν τις προτάσεις της επιτροπής. Δήλωσε ότι ο ίδιος προσωπικά, χωρίς επηρεασμούς ή προτάσεις, θα έκανε τους διορισμούς με βάση τις αιτήσεις ενδιαφερόμενων που υποβάλλονταν σε αυτόν στη γερμανική γλώσσα.

 

 

 

Παραλαβή εμπορευμάτων από τους Γερμανούς

Κουν, Νορνεστακ και Βάγνερ, και σε πολλές περιπτώσεις ο ίδιος ο Μέρτεν χορηγούσαν σε ορισμένα πρόσωπα, για τα οποία είχαν ενδιαφέρον, εκτός των καταστημάτων και έπιπλα από τις αποθήκες εμπορικής και αστική διαχείρισης, όπου ειχαν συγκεντρωθεί τα εμπορεύματα απο τα επιταχθέντα ή διαρρηχθέντα καταστήματα όσο και απο το κατάστημα υαλικων Μπενρουμπή.

Επίσης, από τις πρώτες ημέρες και καθ' όλο το διάστημα του πρώτου οκταμήνου της διαχειρίσεως, όλες σχεδόν οι γερμανικές μονάδες της Θεσσαλονίκη και του εσωτερικού της Μακεδονίας έπαιρναν εμπoρεύματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η ΥΔΙΠ αντιμετώπιζε επιτακτικές αξιώσεις, με συγκεκαλυμμένες ή μη απειλές βιας, για άμεση εκτέλεση των εντολών.

 

Τυπικά η μονάδα αιτούνταν στο Γερμανικό Στρατηγείο, εγκρινόταν από τον Μέρτεν, με εντολή προς την ΥΔΙΠ και αντίγραφο της στη μονάδα. Αντιπρόσωπος της μονάδας μετέβαινε στα καταστήματα με υπάλληλο της ΥΔΙΠ και εκδιδόταν προσωρινή απόδειξη την οποία θα αντικαθιστούσε οριστική, μετά τον ορισμό της τιμής από τη Γερμανική Επιμελητεία. Συνήθως όμως η παραλαβή γινόταν με προφορική εντολή της γερμανικής διοικήσεως. Σε ελάχιστες περιπτώσεις ήταν γραπτή και συχνά ανέφερε απλώς «παράδοση» χωρίς να αναφέρει είδη ή ποσότητα). Έναντι αποδείξεων έπαιρναν «μεγάλες ποσότητας παντοειδών εμπορευμάτων από των υφασμάτων μέχρι ξυλείας κλπ».  Σε άλλες περιπτώσεις οι Γερμανοί είτε δεν έδιναν αποδείξεις, είτε έδιναν για λιγότερα εμπορεύματα με προφάσεις ότι θα ακολουθήσει επίσημη απόδειξη. Αν  οι γερμανικές μονάδες έβλεπαν στα καταστήματα άλλα αντικείμενα από αυτά που περιλαμβάνονταν στην αρχική διαταγή, απαιτούσαν και επιτύγχαναν την παραλαβή τους, τις περισσότερες φορές με προσωρινή απόδειξη.

Σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν απαιτήσεις εμπορευμάτων από Γερμανούς αξιωματικούς άνευ σχετικής εντολής της στρατιωτικής διοικήσεως, παραλαβή εμπορευμάτων άνευ απογραφής και υπογραφής σχετικής αποδείξεως και περιπτώσεις που οι Γερμανοί αξιωματικοί αρνήθηκαν να μετρήσουν τα εμπορεύματα, καθορίζοντας μόνοι τους εκ των υστέρων την ποσότητα, ποιότητα και είδος των παραληφθέντων. Κατόπιν παραστάσεως της υπηρεσίας ή του κυβερνητικού επιτρόπου του εποπτικού συμβούλιου Δ. Πάνου «επελήφθη ανακρίσεων η γερμανική χωροφυλακή, χωρίς όμως να καταστή ουδέποτε γνωστόν το αποτέλεσμα τούτων».

 

Ορισμένες γερμανικές μονάδες παρέλαβαν απευθείας τα κλειδιά από την ΙΚΘ «πλείστων εκ των σημαντικότερων ισραηλιτικών καταστημάτων» και τα εμπορεύματα, χωρίς την παρουσία της αρμόδιας ελληνικής υπηρεσίας ΔΙΠ. Ο Δούρος καταγράφει κάποια ενδεικτικά παραδείγματα:

 

1)    Γερμανική μονάδα κατείχε επί μέγα χρονικό διάστημα κλειδιά 18 ισραηλιτικών καταστημάτων.  Στη συνέχεια έστειλε στην ΥΔΙΠ αποδείξεις για τα εμπορεύματα που παρέλαβε, χωρίς η ΥΔΙΠ να γνωρίζει επακριβώς ποια και πόσα εμπορεύματα παρελήφθησαν.

2)    Ο Ζοντερφύρερ Μάισνερ ιδιαίτερος του Μέρτεν, κατείχε προσωπικά τα κλειδιά πλέον των 20 εκ των μεγαλυτέρων καταστημάτων νεωτερισμών, υφασμάτων κλπ. Μετά αρκετό χρονικό διάστημα παραδόθηκαν στην ΥΔΙΠ κατά το πλείστον ή και τελείως κενά.

3)    Το μεγαλύτερο εν Θεσσαλονίκη, ακόμη δε και τη νοτιοανατολική Ευρώπη κατάστημα υαλικών Μπενρουμπή, επί της οδού Πάικου ήταν εξ αρχής στον έλεγχο του γερμανικού στρατηγείου. Τα εμπορεύματα από το κατάστημα υαλικών Ασσέρ και Υιός (ο Μάισνερ είχε τα κλειδιά) δόθηκαν υπέρ μονάδας της γερμανικής αεροπορίας στον διερμηνέα της γερμανικής αεροπορίας Γ.Α.. Οι Γερμανοί το άδειαζαν επί τετραμήνου και τα υπόλοιπα εμπορεύματα αποθηκεύτηκαν σε διαμέρισμα του οποίου τα κλειδιά είχε ο Κουν και τα διέθετε σε γερμανικές μονάδες ή ιδιώτες για τους οποίους υπήρχε έντονο γερμανικό .ενδιαφέρον. Η ΥΔΙΠ αγνοεί επισήμως το ποσό, το είδος και την τύχη των εμπορευμάτων.

4)    Στις 5/4/43 από Χαϊμ Ηλία, Ερμού 29/ Χαιμ Σαμ,  Β.Ηρακλείου 15, φόρτωσαν φορτηγό χωρίς λεπτομερείς αποδείξεις για λογαριασμό της Γερμανικής Ναυτικής Μονάδας.

5)    Το ίδιο η Σεγκερ υπό τον ελλ. διευθυντή Χ.  παρέλαβε από Πετιλλών Β.Ολγας 115.

6)    Άλλες φορές οι Γερμανοί τα έπαιρναν μόνοι τους είτε με κλειδιά που είχαν ή ανοίγοντας βίαια όπως στο αρτοποιειο Αττάς Β.Γεωργίου 39.

7)    Σε δυο περιπτώσεις έγιναν ανακρίσεις για βαθμούχους της υπηρεσίας ΤΟΝΤ. Αξιωματικοί της αεροπορίας παρέλαβαν υφάσματα άνευ απόδειξης. Η Υπηρεσία Καταλυμάτων με εντολή πήρε μεγάλη ποσότητα υφασμάτων και μόνο την επομένη δέχθηκε το μέτρημα τους από ΥΔΙΠ.

8)    Στην Έρμου με Μεγάλου .Αλεξάνδρου στο υαλοπωλείο Ασσέο ο Μάσινερ έδωσε τα κλειδιά σε μονάδα γερμανικής .αεροπορίας και εξεδίωξε την ΥΔΙΠ.

9)    Το κοσμηματοπωλείο Μποττόν, από τα μεγαλύτερα στην Θεσσαλονίκη και Ελλάδα, αρχικά απεδώθη στο Δημόσιο. Αλλά κίνησε ενδιαφέρον και διετάχθη εντός 14ωρου κένωση. Διάβημα της ΥΔΙΠ για ματαίωση λόγω βραχύτητας χρόνου. Αλλά ήταν τόσο επείγουσες οι ανάγκες που παρεδώθη μαζί με το Μέγαρον, στον σ/χη Πούλον που σε συνεννόηση με Γερμανούς πουλάει το περιεχόμενο. Το ίδιο το κατάστημα ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε παρά την επείγουσα ανάγκη, μέχρι που παρελήφθη από τον Δήμο Θεσσαλονίκης.

 

Εκκένωση καταστημάτων και αποθηκών ΥΔΙΠ

Την πρώτη περίοδο που τυπικά την διαχείριση είχε η ελληνική διοίκηση εκδόθηκε πληθώρα γερμανικών εντολών για την εγκατάσταση στα ισραηλιτικά καταστήματα διαφόρων προσώπων λόγω επιτάξεως των δικών τους καταστημάτων. η υπηρεσία ακολουθούσε τις διατάξεις του νόμου και τα παραχωρούσε (κενά, εκτός αν ήταν δυσχερής ή επιζήμια η μεταφορά των εμπορευμάτων) υπό μεσεγγύηση.

Στις μετέπειτα περιόδους, που η διαχείριση περιήλθε και τύποις σε γερμανικά χέρια ο Γερμανός διευθυντής της ΥΔΙΠ έδινε εις αντικατάσταση των επιτασσόμενων κατά σειρά προτεραιότητας (ΚΕΦΕ). Πχ στην περίπτωση εκκενώσεως του Μεγάρου Καζές στο οποίο υπήρχαν 8 καταστήματα και ανω των 30 γραφείων, χορηγήθηκαν αντίστοιχα ισραηλιτικά, τα δε εμπορεύματα και έπιπλα σε αυτά μεταφέρθηκαν στις αποθήκες της ΥΔΙΠ. Η χορήγηση έγινε απευθείας από τον Κουν και τον Νταϊριγκ σε εποχή που και τυπικώς η διαχείριση ήταν σε ελληνικά χέρια.

 

Σε πολλές περιπτώσεις η καταγραφή και εκκένωση έπρεπε να γίνει εσπευσμένα  (πχ κουρείο έπρεπε να εκκενωθεί εντός 2 ωρών και επειδή η ΥΔΙΠ δεν κατάφερε να ανταποκριθεί τα έπιπλα  μεταφέρθηκαν στα γραφεία της με αυτοκίνητο της γερμανικής μονάδας) και η υπηρεσία περιοριζόταν με 3μελεις επιτροπές στην άμεση εισαγωγή των εμπορευμάτων στις αποθήκες και καταχώρηση ανά καταστήματα/προέλευση. Επίσης η υπηρεσία έπρεπε να παραλαμβάνει τα κλοπιμαία που της παρέδιδαν οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές από κατασχεμένα ή οριστικώς αποδιδόμενα.

 

Όταν η ΥΔΙΠ τελούσε υπό γερμανική διοίκηση είχαν εξαντληθεί τα καταστήματα και προκειμένου να ικανοποιήσει προσκείμενους σε αυτήν ιδιώτες ή στρατιωτικούς ή Γερμανίδες, κατέφευγε στα εμπορεύματα που φυλάσσονταν στις αποθήκες.  Εκείνη την περίοδο η ΥΔΙΠ, υποχρεώθηκε (με απειλή εγκλεισμού του Δουρου σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως ή σε ταξίδι χωρίς εισιτήριο στη Γερμανία προφανώς ως ομήρου- αυτό προκύπτει από αναφορά του Κ.) να διατηρεί φύλακα ημέρα και νύχτα στις αποθήκες.

 

Από τις κυριότερες αποθήκες της ΥΔΙΠ, εκείνη τς Ερμού μεταφέρθηκε απέναντι στην Ερμού 6, αφού «και αυτή υπέστη την τύχη της αφαιμάξεως του περιεχομένου της», τα κλειδιά παρελήφθησαν οριστικά από τον Κουν στις 20/8/43 άνευ καταγραφής του υπολοίπου περιεχομένου και η αποθήκη χρησιμοποιήθηκε ως ιδιοκτησία του γερμανικού στρατηγείου για την αποθήκευση εμπορευμάτων του τμήματος οικονομίας της γερμανικής στρατιωτικής διαχείρισης. Κενή πλέον παραδόθηκε στην υπηρεσία στις 3.9.4(?) και στη συνεχεία παραδόθηκαν και κάποια εμπορεύματα άγνωστου προελεύσεως. Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η τύχη των αποθηκών, με την υπηρεσία να καταβάλλει κάθε προσπάθεια διαφύλαξης των παραστατικών των στοιχείων του περιεχομένου. Για την Ερμού υπάρχουν έγγραφα παράδοσης (5853 της 23/9/44 και 5894 της 27-9-44) από τον Βάγκνερ στον προϊστάμενο της ΥΔΙΠ, αφού εκκενώθηκε το περιεχόμενο της αποθήκης, τη νύχτα του βομβαρδισμού από τους Άγγλους (22 προς 23 Σεπτεμβρίου).

 

Δ. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

Από 12-2-44 την πολιτική διοίκηση αναλαμβάνουν οι  ελληνικές αρχές, με εποπτεία του μέχρι τότε επιθεωρητή της ΥΔΙΠ Βάγκνερ, χωρίς να καθοριστούν περισσότερες λεπτομέρειες.

Αν και μετά από μερικές μέρες ο Βάγκνερ με έγγραφο του δήλωνε ότι δεν είχε αντίρρηση για την ανασύσταση του διαλυθέντος εποπτικού συμβουλίου, σε περίπτωση που υπήρχε γερμανικό ενδιαφέρον η διαταγή εκτελούνταν ταχέως, διαφορετικά προσωπικά υπεύθυνος ήταν ο διευθυντής της ΥΔΙΠ. «Ακόμα και κατά την τελευταίαν περίοδον τη διαχείριση των περιουσιών ασκούσαν ουσιαστικά οι γερμανικές αρχές» υποστηρίζει ο Δούρος.

Ο Βάγνερ εξέδωσε πληθώρα διαταγών για ορισμό μεσεγγυούχων, και ο εντεταλμένος του Δημ. Προέδρου (μέχρι τότε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση περιουσιών αλλοδαπών Ισραηλιτών) είχε την ευθύνης διορισμού τους, σε αδιάθετα καταστήματα. Συγκεκριμένα, διαβιβάστηκαν στην υπηρεσία τρεις καταστάσεις με περίπου 150 ονόματα προκειμένου να διορισθούν. 

 

 

 

********************************************************************************************************

Ενδιαφερόμενοι και πολιορκητές

Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Δούρος, εξ αρχής υπήρξε έντονο ενδιαφέρον εκ μέρους των Ελλήνων, όχι μόνο για να διοριστούν μεσεγγυούχοι αλλά ακόμα και για να συμμετάσχουν στις τριμελείς επιτροπές απογραφής. Παρατηρήθηκε «συρροή» ενδιαφερομένων (μονίμων ή εφέδρων αξιωματικών, δικηγόρων, υπαλλήλων διαφόρων νομικών προσώπων) που, με «επιθέσεις» στα γραφεία της ΥΔΙΠ, αξίωναν επιτακτικά «πολλάκις και δι απειλών και ύβρεων» να διορισθούν ως απογραφείς, κατά προτίμηση σε καταστήματα νεωτερισμών, υφασμάτων ή χρυσοχοεία, και μάλιστα αναγκάστηκε η υπηρεσία και εγκαταστήσει αστυνομική φρουρά προς επιβολή της τάξεως. Όλοι αυτοί, δεν απέβλεπαν μόνο στη μικρή ημερήσια αποζημίωση, αλλά όπως αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων, κυρίως στην «εκ μέρους των Ισραηλιτών ιδιοκτητών παροχήν εις αυτούς αν μη τι άλλον τουλάχιστον ενός δώρου  εις χρήμα ή είδος, επί αντιπαροχή βεβαίως εις τούτους της ευκαιρίας αποκομίσεως εκ των καταστημάτων ορισμένων πολύτιμων ειδών».

Μεταξύ των αντιπροσώπων των προσφυγικών οργανώσεων και των επιμελητηρίων που συμμετείχαν στις επιτροπές διαχείρισης ισραηλιτικών περιουσιών, «διεξήχθη σφοδρός αγών περί του ποσοστού των καταστημάτων άτινα θα διετίθεντο εις πρόσφυγας ή εις γηγενείς». Ο αγώνας αυτός κατέληξε στην απόφαση 25/19-5-43 του εποπτικού συμβουλίου της ΥΔΙΠ, σύμφωνα με την οποία το 60% των καταστημάτων θα διατίθεντο σε μέλη των προσφυγικών οργανώσεων, στα δε επιμελητήρια το υπόλοιπο. Επίσης, λαμβάνονταν πρόνοια ώστε στα καταστήματα μεγάλης δυναμικότητας να διορίζονται δύο ή και περισσότεροι μεσεγγυούχοι.

 

Όταν δε τη διοίκηση της ΥΔΙΠ ανέλαβαν οι Γερμανοί, από την πρώτη κι όλας μέρα τα γραφεία της υπηρεσίας γέμισαν από πολίτες, αλλά και έκτακτους υπαλλήλους της ΥΔΙΠ, που ζητούσαν ισραηλιτικά καταστήματα. Για να μπει κανείς στο γραφείο του διευθυντή έπρεπε να συνοδεύεται από Γερμανό οπλίτη ή πολίτη, ή από Έλληνα που έχει μεγάλη οικειότητα με τις γερμανικές αρχές ή από Έλληνα διερμηνέα. Ο Δούρος κάνει λόγο για εικόνα που θύμιζε πολιορκία και διαδήλωση και αναφέρει ότι ο Γερμανός διευθυντής εκνευρίστηκε τόσο που συνέλαβε τους αναμένοντες και έστειλε σε στρατόπεδο εργασίας. Μετά από μερικές ήμερες όμως η κατάσταση ήταν η ίδια και σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Δούρος, ο Κουν πήγαινε από γραφείο σε γραφείο για να μην τον βρίσκουν ή κλείδωνε το γραφείο του, άνευ αποτελέσματος. Αν και εκδήλωνε δυσφορία για την έκτροπο κατάσταση, ούτε ο Κουν μπορούσε να αντισταθεί σε πιέσεις ανωτέρων αξιωματικών ή υπηρεσιών όπως η Γκεστάπο- τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται ο Δούρος.

 

Ο Κουν παραχωρούσε καταστήματα σε υπαλλήλους της υπηρεσίας, που τον πλησίαζαν για αυτό το σκοπό, και μάλιστα καραδοκούσαν από τις 2 το μεσημέρι έως και τις 2 τα ξημερώματα για να του αποσπάσουν μια υπογραφή. «…ευάριθμοι τινές έκτακτοι υπάλληλοι θήλεις και άρρενες» πέτυχαν «την παραχώρησιν εις αυτούς πλέον του ενός καταστημάτων» και στη συνέχεια εκποίησαν το περιεχόμενό τους. Μάλιστα ο Δούρος [? ΛΕΙΠΕΙ ΣΕΛΙΔΑ] προέβη σε διάβημα διά του υπαλλήλου του Γραφείο Συνδέσμου Χ. Κ. ότι «ανηθικοποιείται η υπηρεσία δια της παραχώρησης ισραηλιτικών καταστημάτων σε δημοσίους υπαλλήλους» αλλά η απάντηση του Κουν ήταν οτι τους τα παραχωρεί ως ιδιώτες και όχι λόγω της υπαλληλικής τους ιδιότητας.

Η ΥΔΙΠ πέτυχε  την απόλυση  έκτακτης υπαλλήλου, στην οποία είχαν παραχωρηθεί δυο καταστήματα στην οδό Μοναστηρίου, αλλά δια απειλής εγκλεισμού του Δούρου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, εκδόθηκε νεότερη απόφαση του ΓΔΜ για επαναδιορισμό της στην υπηρεσία. Ο Δούρος σχολιάζει ότι «η κρίσης περί εξαθλίωσεως ταύτης υπηρεσίας, προκαλούμενης δυστυχώς από Έλληνας εκτάκτους δημοσίους υπαλλήλους απόκειται τοις αρμοδίοις».

 

 

Παρεμβάσεις και η στάση της ΥΔΙΠ

 

Σύμφωνα με τον Δούρο, εξαρχής μέχρι τις 23 Ιουνίου 1943, τόσο η υποεπιτροπή διορισμού μεσεγγυούχων όσο και η ΥΔΙΠ δεχόταν συνεχώς εντολές ή επεμβάσεις εκ μέρους των Αρχών Κατοχής για τον διορισμό ως μεσεγγυούχων διαφόρων προσώπων, «τα οποία επεθύμουν αύται να ικανοποιήσουν». Οι εντολές αυτές συνεχώς αυξανόταν τείνοντας να περιλάβουν το σύνολο των καταστημάτων.

Οι αιτήσεις ιδιωτών προς τις γερμανικές αρχές αποστέλλονταν  μαζί με τις καταστάσεις που έστελναν οι γερμανικές αρχές στην ΥΔΙΠ. Στις συνεδριάσεις του εποπτικού συμβουλίου και της υποεπιτροπής διορισμού μεσεγγυούχων λάμβανε μέρος άλλοτε ο εντεταλμένος του Μέρτεν επιθεωρητής Κ. Κουν και άλλοτε ο ίδιος ο Μέρτεν, συνοδευόμενος από τον διερμηνέα του, Μάισνερ, που είχε όλες τις αιτήσεις των ιδιωτών.

 

Υπήρχαν περιθώρια αντίδρασης εκ μέρους της ΥΔΙΠ; Όπως υποστηρίζει ο Δούρος, «οι προσπάθειες της ελληνικής διοίκησης να περιοριστούν οι απαιτήσεις ήταν επί ματαίω» καθώς ήταν υποχρεωμένη να εκτελεί τις εντολές των αρχών κατοχής.

Ωστόσο αναφέρει κάποιες περιπτώσεις

Για παράδειγμα, με εντολή του γερμανικού στρατηγείο στις 8/6/43 διατάχθηκε η παράδοση των κλειδιών του καταστήματος Κοέν, Βαλαωρίτου 23, χωρίς απόφαση των επιτροπών της ΥΔΙΠ. Έγιναν προφορικά και έγγραφα διαβήματα ώστε να διοριστούν τουλάχιστον δυο μεσεγγυούχοι, αλλά και για το συν του ότι ο προτεινόμενος μεσεγγυούχος ήταν Βούλγαρος, και τελικά ανεστάλη η εφαρμογή της απόφασης.

 

Η ΥΔΙΠ, σύμφωνα με τον Δούρο, προέβαλε όσο ήταν δυνατόν δυσχέρειες στον διορισμό των «γερμανοσυστημένων» προσώπων πχ διορίζοντας τους σε καταστήματα ασήμαντα, σε απομακρυσμένες συνοικίες. Αυτό υπήρξε αφορμή για τις γερμανικές αρχές ώστε αργότερα να αναλάβουν οι ίδιες την πρωτοβουλία διάθεσης των καταστημάτων. «Βασική πρόθεσις των υπήρξε να εξυπηρετήσουν οπωσδήποτε τα υπ αυτών υποδεικνυόμενα πρόσωπα, αφού είχον πεισθεί ότι η Υπηρεσία δεν ήτο διατεθειμένη να προβεί σεις τον διορισμόν ως μεσεγγυούχων, προσώπων μη εχόντων τας απαραίτητους προς τούτο ιδιότητας».

Όταν η υποεπιτροπή δεχόταν εντολή διορισμού γερμανοσυστημένων σε κεντρικά καταστήματα διόριζε και δεύτερο ή τρίτο συμμεσεγγυούχο επιλογής της, για την ικανοποίηση των προσώπων αυτών και τη διαφύλαξη των συμφερόντων του υπό διαχείριση καταστήματος.

 

Έγιναν επανειλημμένα διαβήματα προς τις αρμόδιες αρχές κατοχής εκ μέρους της υπηρεσίας και του κυβερνητικού επιτρόπου του εποπτικού συμβουλίου (Κ)ΥΔΙΠ Δ. Πάνου για τον περιορισμό διορισμού μεσεγγυούχων κατ’ απαίτηση των (Γερμανών). Από τις γερμανικές αρχές δόθηκε προφορική υπόσχεση των αρχών κατοχής ότι θα περιοριστούν σε 50 μόνο καταστήματα.  Παρά ταύτα οι διαταγές και οι συστάσεις των αρχών κατοχής για διορισμό μεσεγγυούχων περιλήφθηκαν σε τρεις διαδοχικές καταστάσεις με 310 καταστήματα (176, 47 και 87). Υπήρχε όμως και πληθώρα μεμονωμένων διαταγών που αξίωναν επιτακτικά τον διορισμό συγκεκριμένων προσώπων σε καταστήματα που πάντοτε τύγχανε να έχουν την μεγαλύτερη δυναμικότητα. Μέχρι 30-6-43 ελήφθησαν 500 αποφάσεις διορισμού μεσεγγυούχων, εκ των οποίων οι 250 διορίστηκαν κατόπιν εντολών των γερμανικών αρχών (λίστα ονομάτων με τις καταστάσεις ή μεμονωμένες διαταγές)

 

Στο πρώτο 15νθήμερο του Ιουνίου 1943 η  (υπο)επιτροπή συνεδρίαζε στο ΕΒΕΘ και υπέβαλε παράκληση στον Μέρτεν να επισπεύσει την απάντησή του για τον τρόπο διαχειρίσεως της ισραηλιτικής περιουσίας, να αφήσει την υποεπιτροπή την  ελευθερία να διαθέσει τα καταστήματα όπως αυτή κρίνει και να περιστείλει την «πληθωρική» υπόδειξη εκ μέρους των αρχών κατοχής πρόσωπων προς διορισμό ως μεσεγγυούχων ισραηλιτικών. Ο Μέρτεν είπε σε συνέλευση δημοσίων υπαλλήλων Μακεδονίας, που πραγματοποιούνταν στον ίδιο χώρο: «γνωρίζω πως θεωρείτε εκείνους προς τους οποίους παραχωρούμεν καταστήματα. Την ίδιαν γνώμην έχομεν και ημείς περί τούτων, δυστυχώς όμως είμεθα υποχρεωμένοι να μη δυνάμεθα να ενεργήσωμεν διαφορετικά» και προσέθεσε προς τα μέλη της εν λόγω υποεπιτροπής «παρακαλώ τα λεχθέντα να μείνουν μεταξύ μας».

 

Με διαταγή Μέρτεν 5/9898/43 επιτράπηκε σε μεσεγγυούχους να πουλούν τα παραδιδόμενα εμπορεύματα κατά παράβαση των όρων των πρωτοκόλλων παράδοσης/παραλαβής της ΥΔΙΠ που απαγόρευμαν κάθε αγοραπωλησία μέχρι να δοθούν οδηγίες, βάσει του Ν. 205/43. Η ρήτρα αυτή θεωρήθηκε παράβαση των γερμανικών διαταγών. Ο Μέρτεν ζήτησε  προφορικά την κατάργηση του ελληνικού νόμου κάτι που είχε συμβεί ντε φάκτο από τον Κουν.

 

Η τυπική και ουσιαστική διαχείριση είχε  περιέλθει στα χέρια του Γερμανού διευθυντή της ΥΔΙΠ Κούν, «από τον οποίον και κατά την απόλυτο κρίση του οποίου και μόνο διεξάγεται η υπηρεσία και ενεργούσαν πλέον ο διορισμός του μεσεγγυούχου στρατιωτικών καταστημάτων». Η ελληνική διοίκηση καθίσταται «εκτελεστικό όργανο» και ο Έλληνας διευθυντής περιορίστηκε στην τεχνική εκτέλεση προφορικών και γραπτών διαταγών χωρίς, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, να μπορεί να μεταθέσει κλητήρα.

Σύμφωνα με τον Δούρο, η πρώτη σκέψη των δημοσίων υπαλλήλων ήταν να αρνηθούν να υπηρετήσουν υπό γερμανικές διαταγές, όμως με την είσοδο βουλγαρικών στρατευμάτων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, υπήρξε κινητοποίηση όλων των φορέων, της κυβέρνησης και του μητροπολίτη προς τη ΓΔΜ, ώστε οι δημόσιοι υπάλληλοι να παραμείνουν στη θέση τους, γιατί το θεωρούσαν υπέρτερο εθνικό καθήκον.

 

 

 

Β: ΣΠΙΤΙΑ-ΕΠΙΠΛΑ

 

 Οι κατοικίες σε κεντρικές περιοχές και τα μεγάλης αξίας έπιπλα εντός αυτών διετέθησαν κατά το πλείστον στις γερμανικές αρχές κατοχής (υπηρεσία καταλυμάτων) ή σε διαφόρους για τους οποίους οι αρχές κατοχής είχαν έκδηλο ενδιαφέρον. Τα έπιπλα τα παραλάμβαναν με στρατιωτικά αυτοκίνητα «χωρίς να κληθή η υπηρεσία έστω και να παρίσταται προς τον σκοπόν και μόνον της απογραφής των» οπότε δεν είχε γνώση του αριθμού, της ποιότητας ή της τύχης τους.

Ελάχιστές των περιφερειακών συνοικιών, για τις οποίες δεν υπήρχε γερμανική επέμβαση επετράπη να διατεθούν σε πρόσφυγες. Τα έπιπλα από τα σπίτια που διέθεσε η υπηρεσία παραχωρήθηκαν σε όσους εγκαταστάθηκαν, μετά από λεπτομερή απογραφή και παραχωρήθηκαν, υπό προσωρινή μεσεγγύηση προς φύλαξη, δυνάμει σχετικών πρωτοκόλλων.

Αρχικώς με την 48163/43 απόφαση ΓΔΜ διορίστηκαν περί τους 30 έκτακτους ημερομίσθιους στο γραφείο στεγάσεως στη δ/νση πρόνοιας «παρέχοντας άγνωστες στην ΥΔΙΠ υπηρεσίες». Μέχρι που δια του 205/43 ρυθμίστηκε η τύχη των ισραηλιτικών κατεχομένων μισθίων ή ιδιόκτητων κατοικιών και κατόπιν προσπαθειών Δούρου κατέστη δυνατόν να διαγραφούν οι υπάλληλοι ούτοι από το προσωπικό της ΥΔΙΠ, και να διορισθούν στη γενική δ/νση στέγασης.

Η ΥΔΙΠ είτε στην αρχική της μορφή (κτηματικό γραφείο) είτε μετά τον νόμο 205/43 με την αυτοτελή σύστασή της δεν αναμίχθηκε κατ ελάχιστον εις στέγασιν οιουδήποτε προσώπου σε εγκαταλειφθείσες κατοικίες, παρά μόνο για τη σύνταξη πρωτοκόλλων μεσεγγύησης, για όσα κινητά βρέθηκαν εντός τους. Η ΥΔΙΠ δεν ήταν σε θέσει να γνωρίζει  τα παραληφθέντα από τις γερμανικές αρχές τις πρώτες ημέρες μετά την εκτόπιση από τα γκέτο. Τα πρωτόκολλα που συνέτασσαν συνεργεία εκ μέρους της δ/νσης πρόνοιας παρελήφθησαν πιθανότατα καθ υπόδειξη του Λ. από τη γερμανική υπηρεσία καταλυμάτων που εξακολούθησε να παραλαμβάνει αντικείμενα σε καλή κατάσταση μέχρι και την 4η περίοδο.

 

Παρά τα όσα αναφέρει ο Δούρος ότι η ΥΔΙΠ δεν αναμείχθηκε στην παραχώρηση κατοικιών, διαμερισμάτων, δωματίων και γενικά οικιστικών ακινήτων σε μεσεγγυούχους, έχουν βρεθεί δεκάδες εντολές τοποθέτησης μεσεγγυούχων από την ίδια την ΥΔΙΠ.

 

Η λεηλασία σε Νεάπολη και Ρεζή Βαρδάρ

Η ΥΔΙΠ κατά την έναρξη της απότομης εκτόπισης (αρχικά από τη Νεάπολη) και από τα μέσα Μαρτίου «ευρεθείσα στην ανάγκη διαφύλαξης των πραγμάτων στις οικίες» προέβη σε πρόχειρη καταγραφή από τριμελείς επιτροπές, προς αποφυγή λεηλασίας, που «παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των αστυνομικών αρχών δεν κατέστη δυνατόν να αποφευχθεί. Οι Γερμανοί κινηματογράφησαν στις 19-3-43 τη λεηλασία, «την οποία ως γνωστόν υποβοήθουν αύται αι αρχαί κατοχής» για να δίνουν ελληνικό λαϊκό περιεχόμενο στα κατά των εβραίων μέτρα.

«Το εκ της λάβας ανέπαφο τμήμα της Πομπηίας παρουσιάθη τραγικώς εις τας κατοικίας του συνοικισμού τούτου» γράφει γλαφυρά ο Δούρους, περιγράφοντας σκηνές από μια βιαίως διακοπείσα ζωή. «Η τραγικότητα των εικόνων δεν ήταν δυνατόν παρά να συγκινήσει κάθε ανθρώπινη καρδιά, και αν ακόμη οι εγκαταλείψαντες τα σπίτια τους ήταν απλοί εγκληματίες».

Με την απειλούμενη διαρπαγή και λεηλασία «από τον κόσμο των αλητών και κλεπτών που προσέτρεχε» η υπηρεσία άρχισε ως εξής:

  Την 17-3-1943 συγκρότησε δέκα τριμελείς επιτροπές (υπάλληλοι ΥΔΙΠ/Πρόνοιας/αντιπρόσωποι ΙΚΘ) και άρχιζε την απογραφή και διαφύλαξη σε συνεργασία με το περιφερειακό αστυνομικό τμήμα και τη μεταφορά σε συναγωγή και πολυκατοικία Νεαπόλεως.

  Πριν τελειώσει η εν λόγω εργασία συνεχίστηκε η εκκένωση του Ρεζη Βαρδάρ μέχρι Σταθμό και Πλ. Βαρδάριου [….. δεν διαβαζεται] σπουδή περί τα 100 συνεργεία εκ δημοσίων υπαλλήλων διαφόρων υπηρεσιών ή νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου για τη συγκέντρωση απογραφή επίπλων κ οικοσκευής Ρεζη Βαρδαρίου

«Διαπιστώθηκε γενική διαρπαγή και λεηλασία κατοικιών  από διαφόρους, παρά τις τυπικώς εκδοθείσες αυστηρές διαταγές του γερμανικού φρουραρχείου  και τις ενέργειες των ελληνικών αστυνομικών αρχών. Η γενίκευση της λεηλασίας στην συνοικία αυτή οφείλεται στον ταχύτατο ρυθμό εκκένωσης, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση. Σε μισή ώρα εκκενώθηκε το Ρεζή Βαρδάρ. Δεν διατηρήθηκε ο κλοιός της αστυνομίας, που προφανώς δεν είχε επαρκείς δυνάμεις, αλλα περιορίστηκε σε διάφορα σημεία φρούρησης.

Πλήρης αποφυγή της λεηλασίας ήταν τελείως αδύνατη, γιατί η αιφνιδιαστική και ταχεία μετακίνηση «εξήγειρε την βουλιμίαν των κακοποιών στοιχείων της περιοχής». Η αστυνομία αναγκάστηκε να κάνει και χρήση όπλων για την περίσωση των πραγμάτων, με αποτέλεσμα τραυματισμό πολιτών. οι προσπάθειες για περιορισμό του φαινομένου ήταν μάταιη. Οι επιτιθέμενοι άρπαγες μεταξύ των οποίων διακρινόταν «πτωχαί γυναίκες κλπ" διακινδύνευαν και τη ζωή τους για να πάρουν οποιοδήποτε αντικείμενο, έστω και μικρής αξίας. Η αστυνομία βρέθηκε επανειλημμένως στην ανάγκη να πυροβολήσει κατά των «καραδοκούντων νυχθημερόν» για τη διαρπαγή.

 

Η υπηρεσία έπρεπε εξαρχής να βρει αποθήκες γιατί η παραμονή των αντικειμένων στις εγκαταλειμμένες κατοικίες θα εξέθετε συνεχώς τον κίνδυνο διαρπαγής. Χρησιμοποίησε:

-το ισραηλιτικό σχολείο του συνοικισμού (σ.σ. Ρεζή Βαρδάρ)

-την ισραηλιτική αποθήκη στην οδό Καλού,

-τις αποθήκες Μπέζα Γιαννιτσών 4 κ 6,

-τη Συναγωγή στην Προμηθέως.

Έτσι στη Νεάπολη από 17 έως 25 Μαρτίου περατώθηκε το έργο καταγραφής και συγκέντρωσης (των αντικειμένων) 300 κατοικιών στο συνοικισμό Βαρδαρίου από 19 μέχρι 25 Μαρτίου 900 κατοικιών.

Από 22/3 κ έπειτα εφαρμόστηκε το σύστημα παράδοσης των επίπλων στις οικογένειες που εγκαθίσταντο. Παρά την αποτυχία του, το σύστημα αυτό επιβαλλόταν να εφαρμοστεί γιατί ήταν λαϊκές συνοικίες στη άκρη της πόλης όπου η αστυνομική επιτήρηση παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες.

Μέχρι την ανάληψη της ευθύνης της ΥΔΙΠ από τον Κουν, τα έπιπλα που φυλασσόταν σε αποθήκες δεν είχαν διατεθεί από την ΥΔΙΠ.

 

 

Κινητά εντός των οικιών

Η πρόταση του Δουρου για εκποίηση μέσω πλειστηριασμού των κινητών που βρισκόταν σε αυλές και ήταν ευτελή ή ημικατεστραμμένα, για να μην καταστραφούν λόγω καιρού, έγινε δεκτή από το εποπτικό συμβούλιο στις 17/4/43 αλλά δεν εκτελέστηκε γιατί στο μεταξύ η διεύθυνση της ΥΔΙΠ πέρασε στον Κουν ο οποίος έπρεπε να δώσει εντολή στο εποπτικο συμβούλιο.

Από τις πρώτες μέρες ο Κουν επισκέφτηκε την υπηρεσία και ζήτησε ακριβή κατάλογο των αστικών και εμπορικών αποθηκών της υπηρεσίας  και άρχισε να εκδίδει διαταγές περί χορήγησης επίπλων και άλλων αντικειμένων σε πολίτες και γερμανικές μονάδες. Αυτό συνέβη κυρίως το τελευταίο δίστομα διεύθυνσης της ΥΔΙΠ από τον Κουν (και κατά την περίοδο αναπλήρωσης του από τον Ναρνεστακ) κυρίως γιατί τα μεγάλα καταστήματα είχαν ήδη διατεθεί. Τα πρόσωπα για την ενίσχυση των οποίων ενδιαφέρονταν οι Γερμανοί παραπέμπονταν στις αποθήκες. Στα έγγραφα η ΥΔΙΠ γραφόταν μια προσθήκη ότι εκ μέρους της δεν διατέθη το περιεχόμενο των αποθηκών

Οι γερμανικές αρχές παρέδιναν συνολικά το περιεχόμενο των αποθηκών σε διάφορους ιδιώτες εμπόρους για τους οποίους «εξεδήλωσε στοργικό ενδιαφέρον προς πλουτισμό των». Χαρακτηριστική η περίπτωση του έμπορου Χ.Α. που με την προσωπική προφορική εντολή του Μέρτεν παρέλαβε ότι έκρινε καλό από την αποθήκη Νεαπόλεως, άνω των 300 κλινών, όλα τα οικιακά αντικείμενα έστω και μικρής αξίας, και πούλησε όσα είχαν απομείνει μετά τη διαλογή έναντι ποσού 60 εκατομμυρίων δραχμών. Έτσι «επλούτισε το επί της οδού Ρογκότη κατάστημα επίπλων, με την επισκευή και πώληση των ισραηλιτικών, επωφελήθηκε όσο το δυνατόν των σχέσεών του μετά των γερμανικών αρχών. Μετά από επανειλημμένες οχλήσεις της ΥΔΙΠ εκδόθηκαν αποδείξεις για τα παραληφθέντα, υπογεγραμμένη από το γερμανικό στρατηγείο».

Επίσης από αυτή την αποθήκη διατάχθηκε βάσει γερμανικών διαταγών η παράδοση στο ΚΘΒΕ 60 κλινών και ιματιοφυλακίων. Έτσι άδειασε η αποθήκη Νεαπόλεως.

 

Μετά το άδειασμα των αποθηκών από τα πολυτιμότερα αντικείμενα, με μεμονωμένες εντολές, ο Κουν διέταξε να γίνουν προπαρασκευαστικές ενέργειες για την εκποίηση ορισμένων μόνο αντικειμένων από το προαύλιο των αποθηκών Ρεζή Βαρδάρ. Ο πλειστηριασμός επαναλήφθηκε τρεις φορές το τελικό τίμημα ορίστηκε από τον Κουν. Ο δεύτερος πλειστηριασμός για τα εναπομείναντα στην αποθήκη Ρεζή Βαρδάρ έγινε από τον Βάγκνερ που διέταξε να πραγματοποιηθεί ταχύτατα. Επίσης με έγγραφο 9-1-44 εκποιήθηκαν άμεσα τα υπόλοιπα έπιπλα στη Γιαννιτσών 6 . Με διαταγή στις 27-1-44 διετάχθη η εκποίηση το ταχύτερον δυνατόν από τις αποθήκες Μ. Καλού και Προμηθέως.

Γερμανικές επεμβάσεις υπήρχαν όχι μόνο στον τρόπο κ την ταχύτητα εκποίησης των επίπλων αλλά και στη διάθεση των οικιών σε διάφορα πρόσωπα και οργανισμούς κυρίως της ΚΕΠΕΣ  προς χρησιμοποίηση ως αποθηκών. Αυτό συνέβη και με άλλες αποθήκες στην Προμηθέως 10 και τη Φιλίππου 22.

Η υπηρεσία υποχρεώθηκε να μην τηρεί την τακτική διαδικασία διενέργειας δημοπρασιών πιεζόμενη από τις αρχές κατοχής. Επειδή δεν υπήρχε καμία σχετική διάταξη για τις εκποιήσεις γενικώς, με εισήγηση Δούρου η ΥΔΙΠ συνέστησε τριμελή επιτροπή διενέργειας δημοπρασιών με τον διευθυντή ΥΔΙΠ, τον δ/ντη Ε τμήματος εισπράξεων Θεσσαλονίκης και τον πρόεδρο του ΕΒΕΘ και ακολούθησε τη διαδικασία περί διαχείρισης των ανταλλάξιμων μουσουλμανικών κτημάτων

 

Μισθώματα των ακινήτων

Εντός του α’ δεκαημέρου του Αυγούστου 1943 η διαχείριση των αστικών ακινήτων ανατέθηκε στο πρώτο τμ. Αστικής διαχειρίσεως ΥΔΙΠ, με εντολή Κουν, για την είσπραξη των μισθωμάτων των ισραηλιτικών  οικοδομών και διαμερισμάτων ανερχομένων εις (2)800 σε ολόκληρη την πόλη (Πρόκειται περί 2.800 κατοικιών/διαμερισμάτων/δωματίων.

Σε ορισμένες περιπτώσεις εντοπίζονται τρεις και τέσσερις μεσεγγυούχοι σε μία κατοικία ή διαμέρισμα που μοιράζονταν διάφορα δωμάτια.

 

Νωρίτερα ο Δούρος στην έκθεσή του ανέφερε ότι η υπηρεσία του (ΥΔΙΠ) δεν ενεπλάκη με οποιονδήποτε τρόπο στη διαχείριση των αστικών/οικιστικών ακινήτων (οικιών, διαμερισμάτων, δωματίων κλπ.).

 

Από 14 έως 18 Αυγούστου εκλήθησαν όλοι οι μισθωταί να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση και να καταβάλουν τα οφειλόμενα ενοίκια έως τις 30/8/43. Στις 5/9 ο Κουν έδωσε και έγγραφη οδηγία με την οποία ρυθμίζονταν οι λεπτομέρειες. Οι παλιοί μισθωτές έπρεπε να καταβάλλουν τα μισθώματα από τότε που σταμάτησαν να τα δίνουν στους ιδιοκτήτες ή αν δεν υπήρχαν παραστατικά από τον Φεβρουάριο του 1943, το ίδιο κ οι μεσεγγυούχοι, με εξαίρεση αυτούς που είχαν διοριστεί σε επιταχθέντα καταστήματα- υποχρεούταν να καταβάλλουν μίσθωμα μόνο αν αυτά ήταν κενά εμπορευμάτων. Οι στοχασθέντες σε κατοικίες όφειλαν μισθώματα από τη στιγμή της εγκατάστασης. Για όσους αυθαίρετα κατέλαβαν οικίες ή καταστήματα προβλέπονταν το ίδιο, με την επιφύλαξη της υπηρεσίας για την παραμονή και τον καθορισμό του μισθώματος. Για όσους δεν μπορούσε να εξακριβωθεί το καταβλητέο μίσθωμα κατά το ενοικιοστάσιο αυτό καθοριζόταν από επιτροπή που θα συνέστηνε το τμήμα αστικής διαχείρισης της ΥΔΙΠ.

Στις 10-9-43 ο Κουν δημοσίευσε νέα ανακοίνωση ότι όσοι δεν προσήλθαν εγκαίρως θα ετιμωρούντο με πρόστιμο 100.000 δρχ για οικίες και 3.000.000  για καταστήματα. Στις 20-9 δόθηκε παράταση μέχρι της 1-10-43. Οι μη συμμορφωθέντες ήταν πρόσφυγες, άλλοι δεν έλαβαν γνώση και εδόθη σιωπηρή παράταση της προθεσμίας, εντός της οποίας υποβλήθηκε μεγάλος αριθμός δηλώσεων και καταβλήθηκαν μισθώματα.

Για να διαπιστώσει η ΥΔΙΠ ποιές οικοδομές ήταν ισραηλιτικές  προσέφυγε στις εφορίες.

Περί τα τέλη Ιανουαρίου 1944 δημοσιεύτηκε νεότερη ανακοίνωση των αρχών κατοχής με προοδευτική κλίμακα προστίμων (για 1 μήνα το διπλάσιο ενοίκιο, 2 μήνες το οκταπλάσιο και 3+ η ποινή ήταν έξωση). Εν συνεχεία η υπηρεσία απέστειλε και ατομικές προσκλήσεις προς τους υπόχρεους.

Από τα παραπάνω προκύπτει η ανάμειξη των Αρχών κατοχής στη διαχείριση των ισραηλιτικών οικοδομών που ανατέθηκε στην ΥΔΙΠ, ενώ ο Ν205/43  απαιτούσε το διορισμό διαχειριστών

Ο Δούρος υπερασπίζεται την περιορισμένης μορφής διαχείριση ως «ωφέλιμη πράξη για την ισραηλιτική περιουσία» διοτι «αλλοίμονον εάν και εις την περίπτωσιν αυτήν των ισραηλιτικών οικοδομών συνέβαινον δια του διορισμού όσα και δια τους τοιούτους των ισραηλιτικών καταστημάτων»

 

Γενικότερα οι γερμανικές αρχές, πέρα από την ανάθεση στην ΥΔΙΠ της είσπραξης μισθωμάτων δεν μπόρεσαν να λάβουν μέτρα εκποίησης των ακινήτων γιατί λόγω της αμφιβολίας έκβασης του πολέμου κανένας αγοραστής ή δωρεοδόχος δεν είχε την ασφάλεια διατήρησης της κυριότητας ενώ διακυβεύονταν και η απώλεια του καταβληθέντος τιμήματος. Οι προστατευόμενοι από τις γερμανικές αρχές τα διαισθάνθηκαν αυτά και δεν περιέλαβαν προς πληρωμή των παρασχεθεισών υπηρεσιών στις αξιώσεις τους και την ακίνητη ισραηλιτική περιουσία εκτός της περίπτωσης του Δήμου Θεσσαλονίκης, η οποία πιθανώς να οφείλονταν στην πρωτοβουλία του γερμανού διευθυντή και της περίπτωσης της εταιρείας Σεγκερ που προφανώς «προς τοποθέτηση των εν Ελλαδι κερδών της εκ του μονοπωλίου των μεταφορών ζήτησε την αγορά μερικών ισραηλιτικών κεντρικών ακινήτων".

 

Η περίπτωση του Δήμου Θεσσαλονίκης: Με εντολη του Μερτεν στις 27-9-43 μεταβίβαζε δωρεάν το μέγαρο Μποττόν (Μητροπόλεως .9) στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Η υπηρεσία εκδήλωσε την αντίρρησή της προς τον Κουν γιατί ο Δήμος ως ΝΠΔΔ δεν είχε καμία σχέση με το ελληνικό δημόσιο και η μεταβίβαση δεν μπορούσε να γίνει δωρεάν. Για τη μεταγραφή απαιτούνταν συμβολαιογραφικό έγγραφο το οποίο η ΥΔΙΠ δεν είχε τη βούληση να υπογράψει. Οι αντιρρήσεις δεν έγιναν δεκτές γιατί προφανώς ο Μέρτεν ήθελε να ικανοποιήσει τον ΔΘ και δήλωσε ότι ο ίδιος θα υπέγραφε το δωρητήριο συμβόλαιο ως γενικός διοικητής, πλέον, της Μακεδονίας, συνεπώς αντιπροσωπευον το ελληνικό δημόσιο. Όμως ο ΔΘ είχε τις ίδιες αντιλήψεις με την ΥΔΙΠ για τη νομιμότητα της μεταβίβασης και επί 4 μήνες δεν προχώρησε σε καμία ενέργεια, μέχρι τη μετάθεση του Μέρτεν.

 

Επίσης με το έγγραφο της από 8-3-44 διέταξε την υπηρεσία να παραδώσει στη γερμανική υπηρεσία στεγάσεως όσα πρωτόκολλα παραδόσεως των επίπλων είχε συντάξει, για περιπτώσεις οικογενειών που εγκαταστάθηκαν σε σπίτια Βάσει αυτών, παραλάμβανε ορισμένα είδη επίπλων και σκευών, τα οποία σημείωνε στα πρωτόκολλα που επέστρεφε και χορηγούσε απόδειξη παραλαβής στους διαχειριστές, χωρίς συμμετοχή της ΥΔΙΠ. Τα πρωτόκολλα είχε παραλάβει ο διερμηνέας της Κουαρτιράμ  Λ. στον οποίο είχε χορηγηθεί αξιόλογο κατάστημα.

 

 

Γ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Σε διάφορα σημεία της Έκθεσής του ο Δούρος αναφέρεται στις παρεμβάσεις εκ μέρους των Γερμανικών Αρχών στη διαχείριση. Ενδεικτικές περιπτώσεις επεμβάσεων βάσει διαταγών ή επίσημων συμβολαιογραφικών εγγράφων:

1) με το 10386/43 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Π. Φ.  ο Μέρτεν πώλησε στη χήρα Έ. Γ. το επί της Μεγάλου. Αλεξάνδρου κατάστημα του Σολομών Γιακαρ, εν μπλοκ, χωρίς απογραφή και αποτίμηση του περιεχομένου, αντί 20.000.000 δρχ. πληρωτέα σε μηνιαίες δόσεις. Η χήρα μαζί με τρίτο πρόσωπο συνδεδεμένο μαζί της και τον Μερτεν επισκέφτηκαν και το κατάστημα ενδυμάτων επί της Σολωμού 7 των Γκατένιο Ματαλών και Σαλτιέλ αλλά το περιεχόμενο δεν την ικανοποίησε. Αργότερα ισχυρίστηκε ότι ο άνδρας της εργαζόταν στη γερμανική υπηρεσία και εφονεύθη από γερμανικό αυτοκίνητο. Το συμβόλαιο αντίκειται σε κάθε ηθική και διάταξη νόμου, γιατί ήταν πρόσφατη η παραχώρηση των περιουσιών στην ιδιοκτησία του ελληνικού δημοσίου και τη διαχείριση ασκούσε η ελληνική διοίκηση.

2) με το 56718/43 συμβόλαιο του συμβ. Δ. ο Μέρτεν πώλησε στον εκ Καβάλας καπνέμπορο Γ.  το επί της Αγίου Μηνά φαρμακείο του Κούνιο (εκ των μεγαλύτερων και κεντρικότερων του είδους) αντί ευτελούς ποσού 24.000.000 δρχ. πληρωτέα σε 12 δόσεις. Ο Μέρτεν εισέπραξε ο ίδιος μέρος των εν λόγω δόσεων των υπολειπόμενων, επειδή αρνήθηκε η ΥΔΙΠ να εισπράξει. «Ευρέθη ιδιώτης καπνέμπορος μάλιστα βουλιμιών να πλουτίσει παρανόμως και χρησιμοποιών τις σχέσεις του με τας γερμανικάς αρχάς για να συμπράξει σε μια τέτοια ανήθικη αγοραπωλησία».

3) με το 56743/43 συμβ του Δ. ο Μέρτεν πώλησε έναντι 15.000.000 δρχ. το επί της Β. Ηρακλείου 10 κατάστημα των Σαμπετάι Σααλ στον Μ.Χ.

4)  με το 10454/24-10-43 συμβ του Π.Φ. ο Μέρτεν πώλησε αντί 10 εκατ. το υπόγειο του ιδίου καταστήματος προς την M.K.

5) με την από 29-2-44 διαταγή του στρατηγείου διατάχθηκε η πληρωμή υπό του Α. [?] Παπαναουμ ως μεσεγγυούχου ελαφρώς ανατιμημένων των ισραηλιτικών βυρσοδεψείων Αβαγιού Μεβοράχ κλπ και το επί Ενγατίας 61 υποδηματοπωλείο Γιοδά Γιακώβ μαζι με το εργοστάσιο του καταστήματος και το εμπόρευμα (συμβ 1553 κ 1554/44 του Παν.Φ.).. Για το εργοστάσιο Αβαγιού από 1,6 δισ αρχικής αποτίμηση έδωσε 5 δισ., για τα βυρσοδεψία Αμίρ και Μεβοράχ από 1,15 δισ στα 2 δισ και του Γιουδά Γιαβωβ από 17 εκατ. στα 100 εκατ. δηλ σύνολο 7,1 δισ. δρχ καταβλητέα σε 12 δόσεις. Ενώ τα μηχανήματα και οι εγκαταστάσεις είχαν αποτιμηθεί με προπολεμική αξία εντούτοις εξοφλήθηκαν με πληθωριστικές δραχμές 150.000 φορές μικρότερη της πραγματικής αξίας. Στα εμπορεύματα η καταβληθείσα αξία ήταν 1000 φορές μικρότερη της πραγματικής- ανεξαρτήτως του ότι ο Λ. Παπαναουμ ανέλαβε τις επιχειρήσεις ως διαχειριστής και όχι ως αγοραστής από την υπηρεσία, η οποία μη αποδεχόμενη την καθ οιονδήποτε τρόπο εξόφλησιν αναγκάστηκε προς τούτων δια διαταγής των γερμανικών αρχών

 

Άλλες δύο περιπτώσεις με διαταγή Μέρτεν παρότι δεν είχε ακόμη αναλάβει την πολιτική διοίκηση Μακεδονίας

6) με διαταγή 24-6-43 διέταξε να παραδοθούν στην κομίστρια Ε.Λ. και Χ.Γ. που συνοδεύονταν από τον Μάισνερ τα κλειδιά των καταστημάτων Ισραέλ (Β.Ηρακλείου άνευ απογραφής και αποτίμησης) και Μεναχέμ Ρούσο (Συγγρού 4, είχε εκκενωθεί τελείως από εμπορεύματα από τον Μάισνερ) Η υπηρεσία δεν δύναται να γνωρίζει τι εμπορεύματα παρέλαβον αυτές προς διαχείριση

7) με έγγραφο  25-6-43, που εκδόθηκε κατόπιν επίμονων διαβημάτων της ΥΔΙΠ, επιβεβαιώθηκε η χορήγηση επί της Β. Ηρακλείου 9 καταστήματος στις δύο γυναίκες, υπό μεσεγγύηση Και ότι τα κλειδιά είχαν παραληφθεί. Εντέλλονταν η υπηρεσία να λάβει απλώς γνώση των γεγονότων για να επιφέρει τις δέουσες μεταβολές στις σχετικές καταστάσεις

 

Άλλες αναμείξεις Γερμανικων Αρχών

   Υπήρχαν και άλλα καταστήματα που είχαν διαφύγει από τον αρχικό πίνακα καταγραφής και περιλήφθηκαν σε νέο πίνακα που συντάχθηκε στη γερμανική, τον οποίο κατείχε ή και συνέταξε η ΙΚΘ εν τούτοις ορισμένο αριθμό κλειδιών κατείχαν Μέρτεν και Μάισνερ.

   Επίσης και άλλα καταστήματα (άνευ απογραφής από την ελληνική υπηρεσία) κατέλαβαν απευθείας οι γερμανικές μονάδες. Οι Γερμανοί προέβαλαν το επιχείρημα ότι οι Γερμανοί δεν κλέβουν, αλλά αρνούνταν τη μέτρηση και τον χαρακτηρισμό των παραλαμβανόμενων

   Από εντεταλμένους αξιωματικούς διατάχθηκε η ΥΔΙΠ να ανοίγει ορισμένα καταστήματα και παραλαμβάνονταν χωρίς έγγραφη εντολή, καταμέτρηση και αποδείξεις εμπορεύματα ή διανέμονταν από τους ίδιους σε Γερμανούς αξιωματικούς και άλλους ιδιώτες. Χαρακτηριστική περίπτωση: ο Κουν ανακάλυψε μια αποθήκη φωτογραφικών ειδών και μετά το άνοιγμα της με εντολή του παρέλαβε μεγάλο αριθμό μηχανών και πολλά κιβώτια φιλμ μεγάλης αξίας, χωρίς καταμέτρηση και απόδειξη της ΥΔΙΠ. Κλήθηκε ο Δούρος, ο οποίος περιορίστηκε στη σύνταξη σχετικής έκθεσης.

   Στη Βενιζέλου (Β. Κωνσταντίνου) 4, στο κατάστημα Εζρατή και Μπεράζα συμμετείχε ως συνεταίρος κατά 50% και εβραίος, ισπανός υπήκοος. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος προσήλθε στην υπηρεσία για να παραλάβει το εις αυτόν ανήκον κατά 50% εμπόρευμα (είχε διαταχθεί η απόδοση των περιουσιών των Ισπανών υπηκόων) αλλά δεν κατέστη δυνατόν γιατί τα κλειδιά βρίσκονταν εξαρχής στα χέρια του Ζόντερ Φύρερ Μάισνερ. Αυτός είπε στον δικηγόρο ότι ήταν περιττή η παράδοση των κλειδιών του καταστήματος γιατί ήταν κενό και το περιεχόμενο παραλήφτηκε από τον γερμανικό στρατό. Το κατάστημα περιείχε είδε νεωτερισμών, γυναικείες τσάντες, κάλτσες, εσώρουχα κλπ «άτινα προφανώς δεν ήταν δυνατόν να εχρειάζοντο εις τον στρατόν κατοχής, εκτός εάν η ιδιαίτέρα εσωτερική σύνθεσις του επέβαλλε και την χρήσιν τοιούτων ειδών πολυτελείας». Ο πληρεξούσιος είχε διαπιστώσει και το όνομα αυτού που εκκένωσε το κατάστημα.

   Ο Μάισνερ προφανώς σε συνεργασία με τον Μέρτεν παρέλαβε με βαλίτσες είδη πολυτελείας (γυναικεία εσώρουχα, αρώματα) από διάφορα καταστήματα (Φλωρεντίν, Μπιτράν κλπ) χωρίς τήρηση οποιουδήποτε προσχήματος.

 

Τα πρόσωπα

 

  Ποιοι πήραν καταστήματα

   Σύμφωνα με το αρ 5  Ν 205/43 ο μεσεγγυούχος ονομάζεται ως διαχειριστής, ορίζει δε δεκτικά διορισμού πρόσωπα ως διαχειριστών εχόντων την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου και εν ανάγκη ιδιωτών και καθιερώνει τον τρόπο διορισμού αυτών. Ο μεσεγγυούχος δύναται προς εξασφάλιση της περιουσίας να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα, ακόμη και την εκποίηση, αλλά κυρίως είναι θεματοφύλακας της εμπιστευόμενης σε αυτόν περιουσίας.

   Αντιθέτως ο διαχειριστής «ηθελήθη από το γερμανικο στρατηγείο» (5/9898/43 διαταγή) να έχει «άπαντα τα δικαιώματα του κυρίου  με μόνη υποχρέωση την αντικατάσταση των εκποιημένων εμπορευμάτων και την ει δυνατόν επαύξηση τούτων για να διατηρείται ο οικονομικός όγκος της επιχείρησης, προέχον και κυριότερο στοιχείο της οποίας είναι το εμπόρευμα»

   Ο κανόνας ότι δέον να είναι δημόσιοι υπάλληλοι δεν τηρήθηκε παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Επικράτησε ο διορισμός ιδιωτών γιατί έτσι «εσκοπήθη και μια κοινωνική ωφελιμότητα της παραχώρησης εργασίας στους αφιχθέντες δια του βουλγαρικού διωγμού πρόσφυγες. Στην παρέκκλιση αυτή υπήρξε σύμφωνη η γνώμη των συμβουλίων του ν.205/43 της υποεπιτροπής διορισμού μεσεγγυούχων». Εξάλλου, ήταν φυσικώς και τεχνικώς αδύνατη η εξεύρεση χιλιάδων ΔΥ εχόντων τα απαραίτητα προσόντα (γιατί εκτός των άλλων θα απογυμνώνονταν οι δημόσιες υπηρεσίες).

   Η ΥΔΙΠ δεν μπορούσε να γνωρίζει ποιοι εκ των διαχειριστών είχαν τα απαραίτητα προσόντα και ήθελε (σ.σ. αυτό) να κριθεί από ένα συλλογικό όργανο που τα μέλη του εκ της προέλευσής τους έδει να γνωρίζει τους διαχειριστές). Έτσι, αυτοβούλως αποξενώθηκε από το δικαίωμα οι διαχειριστές να διορίζονται με απόφαση του ΓΔΜ μετά από πρόταση του δ/ντη της ΥΔΙΠ. Καταρχάς τους διορισμούς διαχειριστών επιτροπών για καταστήματα και τραπεζιτικές επιχειρήσεις ενήργησε το εποπτικό συμβούλιο, εν συνεχεία το έργο ανέλαβε η συσταθείσα υποεπιτροπή διορισμού μεσεγγυούχων. Όποτε παρασχέθηκε στην ΥΔΙΠ η ευκαιρία να αποπειραθεί τον διορισμό μεσεγγυούχων, προσέφυγε στην γνωμοδοτική επιτροπή αρ. 6 ν205/43 (που απαρτιζόταν από τους προέδρους των τριών επιμελητηρίων, από ανωτέρους δημοσίους υπαλλήλους και εκπροσώπους επαγγελματικών οργανώσεων, υπό την προεδρεία ανώτερου δικαστικού του αντιεισαγγελέως εφετών Γ. Κωνσταντινίδη) αποδέχτηκε τις γνωμοδοτήσεις αυτής.

   Από ελληνικής πλευράς: το εποπτικό συμβούλιο  κατόπιν εκτεταμένων συζητήσεων κατέληξε το 60% των καταστήματα να διατεθεί σε πρόσφυγες που θα πρότειναν οι οικείες οργανώσεις τους, τα υπόλοιπα σε μη πρόσφυγες μεταξύ του ΕΒΕΘ και ΒΕΘ.

   Από γερμανικής πλευράς: τα καταστήματα διατίθεντο κατά την κρίση του Γερμανού διοικητή της ΥΔΙΠ, αναλόγως των σχετικών διατάξεων του ελληνικού νόμου (Ν.205/43), ακολουθούμενων όμως ορισμένων κατευθύνσεων

-σε άτομα [προσενεγκοντα] υπηρεσίες προς τον γερμανικό στρατό που διορίζονταν μεσεγγυούχοι των δυναμικότερων καταστημάτων

-σε άτομα για τα οποία υπήρχαν εγγραφές και προφορικές συστάσεις γερμανικών μονάδων ή υπηρεσιών ή και γερμανών στρατιωτικών

-σε άτομα τα οποίων τα καταστήματα είχαν επιταχθεί για τις ανάγκες των γερμανικών αρχών

-σε τελευταία μοίρα, σε άτομα που πρότεινε η υπηρεσία δια των αποφάσεων των επιτροπών της. Οι προτάσεις λαμβάνονταν υπόψιν (έστω και) κατ’ ελάχιστον, όσο την υπηρεσία διεύθυνε ο Γερμανός Κουν, γιατί όσο τον αναπλήρωνε ο Νταρνεστακ και στη συνέχεια ο Βάγκνερ καμία πρόταση δεν ελήφθη υπόψιν

   Τα πρόσωπα στα οποία οι γερμανικές αρχές παραχωρούσαν καταστήματα στην πλειονότητα τους δεν είχαν καμία σχέση με το είδος του παραχωρούμενου καταστήματος, άρα δεν παρείχαν καμία εξασφάλιση στην υπηρεσία από άποψη λογοδοσίας και συνετής διαχείρισης. «Στηριζόμενοι ούτοι εις το υπέρ αυτόν εκδηλωθέν και εκδηλούμενον γερμανικό ενδιαφέρον ηγνόουν και περιφρόνουν απολύτως την ελληνικής υπηρεσίαν» την οποία σε ορισμένες περιπτώσεις απειλούσαν δια της γερμανικής πχ με έντεχνες απειλές κατά του Δούρου, ότι επρόκειτο να συλληφθεί απο την Γκεστάπο για τη μη εκτέλεσε διαταγής, που διαβιβάστηκαν με υπάλληλο της υπηρεσίας, από ιδιώτη που αξιούσε επιμόνως κατάστημα επί της Β. Κωνσταντίνου 30  του Δαυίδ και Ιωσήφ Κοέν.

 

Ποιοί έπαιρναν αποφάσεις

   Ο Δούρος έκανε διάβημα προς τον Κουν για το διορισμό δημοσίων υπαλλήλων [σ.σ. προφανώς της ΥΔΙΠ] ως διαχειριστών, που καθίσταντο και ελεγκτές και ελεγχόμενοι και δεν απέβλεπαν σε μια νόμιμη διαχείριση, αλλά παρασυρόμενοι από το πνεύμα του πλουτισμού από την παράνομη διαχείριση του σφετερισμού και της ιδιοποίησης της εμπιστευόμενης σε αυτούς περιουσίας». Δινόταν η διαχείριση σε κλητήρες και νυχτοφύλακες. Επίσης, κατά τη διοίκηση της ΥΔΙΠ από γερμανούς σπουδαίο και επίμεμπτο ρόλο έπαιξαν έλληνες διερμηνείς.

   Ο υπάλληλος της Εταιρείας Ύδρευσης Δ. Π. προσελήφθη αρχικά για τις περιουσίες μη Ελλήνων υπηκόων, στη συνέχεια αποσπάστηκε στην ΥΔΙΠ με εντολή Μέρτεν και από 12.2.44 ως οιονεί εκπρόσωπος του γερμανού επόπτη της ΥΔΙΠ ασχολούταν με την τήρηση καταστάσεων, τη μεταβίβαση των επιθυμιών του και την παρακολούθηση της εκτέλεσης αυτών

Ο Κουν έδειξε σημεία ευφυούς αντιλήψεως, συνήθως όμως ήταν σε κατάσταση μέθης. Το αλκοόλ του το προμήθευαν ο Σ. κυρίως δε ο Λάσκαρης. Παπαναούμ. Παρασύρονταν  από τις ύποπτες επιδιώξεις διαφόρων ιδιωτών.

Ο Βάγκνερ ήταν τύπος σχολαστικού διοικητικού υπαλλήλου, προσπαθούσε να καλύπτεται κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας. Και οι δυο τηρούσαν απαρέγκλιτα τις άνωθεν εντολές. Ο Κουν διάκειτο εχθρικώς προς τον Δούρο, χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες Ελλήνων ενδιαφερομένων, ενώ ο Βάγκνερ του φερόταν με τυπικότητα και δέουσα προσοχή.

Οι γερμανοί δέχτηκαν εισηγήσεις υπαλλήλων και διερμηνέων ότι ο Δούρος σαμποτάρει τις γερμανικές διαταγές και απειλήθηκε με εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ή αποστολή άνευ εισιτηρίου στη Γερμανία. Ο προϊστάμενος εμπορική διαχείρισης Κ. Ζανλής τιμωρήθηκε με εξάμηνο εγκλεισμό με εντολή του επιθεωρητή Βάγκνερ, για κωλυσιεργία εκτέλεσης διαταγών, που έγινε δίμηνος μετά από διαβήματα των Δούρου, ΓΔΜ, Μητροπολίτη.

 

Στις τριμελείς επιτροπές που όριζαν μεσεγγυούχους [σ.σ. κατά την περίοδο της ελληνικής διοίκησης] συμμετείχαν:

-για κενά καταστήματα (ή μόνο με έπιπλα): τρεις δημόσιοι υπάλληλοι

-για εμπορικά καταστήματα με εμπορεύματα: (με βάση την απόφαση του εποπτικού συμβουλίου) δύο ορκωτοί πραγματογνώμονες που όριζαν τα επιμελητήρια και ένας Δ.Υ.

Λόγω της φύσης της εργασίας έγιναν και εκτροπές (μέχρι και συναλλαγές μεταξύ των μεσεγγυούχων  και των ορκιζόμενων στο πρωτοδικείο πραγματογνωμόνων, ώστε να μην καταγραφούν τα πάντα ή να τα αποτιμούν σε μικρότερη αξία) για τις οποίες η υπηρεσία έκανε αναφορά στον Εισαγγελέα. Αυτό κατέστη έκδηλο στο Επιμελητήριο, που προσπάθησε να αποφύγει αυτούς τους διορισμούς για να μην συσχετίζεται με τις παρανομίες αλλά δεν έγινε δεκτό από την ΥΔΙΠ, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος για την εξασφάλιση της συνειδήσεως των πραγματογνωμόνων

Άλλωστε η αξία των εμπορευμάτων που παραδίδονταν δεν ήταν τίμημα απαλλοτριώσεων αλλά λογιστική πράξη χρέωσης γιατί ο διαχειριστής ήταν διοικητής αλλότριων και διαχειριζόμενος για λογαριασμό τρίτου είχε την υποχρέωση λογοδοσίας για την εκποίηση της και δεν είναι ηθικό να θεωρηθεί ότι την αγόρασαν. Μάλιστα σύμφωνα με την γερμανική διαταγή πρέπει να αντικαταστήσουν τυχόν πωλούμενο εμπόρευμα. Η συγκεκριμένη πράξη θα ήταν ιδιαίτερης ωφέλειας στις περιπτώσεις μηδενισμού του νομίσματος. Σύμφωνα με τον νόμο 205/43 θα έπρεπε να γίνεται λογοδοσία κάθε μήνα αλλά αυτό ήταν αντίθετο στις διαθέσεις της γερμανικής αρχές κατοχής (που πιέζονταν από τους διαχειριστές που είχαν επιρροή σε αυτές) και όταν είχαν τη διοίκηση της ΥΔΙΠ εγγράφως το απαγόρευαν

 

 

Λογοδοσία και απειλές

Αρχικά η ΥΔΙΠ είχε ρήτρα στα πρωτόκολλα παράδοσης ώστε οι μεσεγγυούχοι να μη συμμετέχουν σε εκποιήσεις και να μην αλλοιώνουν τα εμπορεύματα. Αλλά υπήρχαν αμφιβολίες από το εποπτικό συμβούλιο για το πώς εννοούσαν οι Γερμανοί την διαχείριση οπότε στη συνεδρίαση  της 2/6/43 υπό τον ΓΔΜ  η διαχείριση αποφασίστηκε να γίνεται με τους εξής τρόπους: α) άμεση εκκαθάριση, β) εκκαθάριση εντός προθεσμίας, γ) συνέχιση επιχείρησης και μετατροπή σε εμπόρευμα των εισπράξεων. Το Εποπτικό συμβούλιο και πάλι ταλαντευόταν και ζήτησε τη γνώμη των Γερμανών. Κατόπιν εισηγήσεως του οργάνου της Γκεστάπο Λάσκαρη Παπαναούμ, ο Μέρτεν εξεμάνη και εξέδωσε διαταγή προς Κουν, Δούρο και τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου. Το επεισόδιο ήταν άτοπο γιατί η ρήτρα δεν έρχονταν σε αντίθεση με τους Γερμανούς και απλώς εξασφάλιζε την ΥΔΙΠ μέχρι την έκδοση οριστικών διαταγών.

 

Οπότε, ενώ καμία ευθύνη εβάρυνε την ΥΔΙΠ και τον Δούρο, το Εποπτικό Συμβούλιο αντί να καλύψει την ΥΔΙΠ διαχώρισε τις “ανύπαρκτους ευθύνας του” από τις «ανύπαρκτους ευθύνας” του Έλληνα προϊσταμένου της ΥΔΙΠ, υπό το βάρος των απειλών του μεθυσμένου Κουν υποχρεώθηκε να υπογράψει σχετικό πρακτικό . Ένα  μέλος θεώρησε σκόπιμο να επιρρίψει την «ανύπαρκτον ευθύνη» στον Δούρο είπε ότι προκειμένου να κλειστούν εννέα άτομα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ‘’θα ήτο προτιμότερο να αναλάβει εις την ευθύνη”. Και όταν ανέλαβε ξανά τις εργασίες του το Εποπτικό Συμβούλιο και ο Δούρος έθεσε το θέμα της λογοδοσίας, ένα μέλος προσπάθησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις και τον συνεχάρη για την στάση του και την έγγραφη διαμαρτυρία ότι οι μεσεγγυούχοι δεν είναι δυνατόν να πληρώνουν την αξία των εμπορευμάτων στο αντίτιμο ενός παλιού ζευγαριού παπουτσιών. Το Εποπτικό συμβούλιο σταμάτησε εκ νέου τις εργασίες μετά την διαταγή του γερμ. διοικητή στις 10.8.44.

Να συμπεριληφθεί στα πρωτόκολλα η ρήτρα ότι η διαχείριση γίνεται σύμφωνα με τη 5/9898/43 διαταγή των αρχών κατοχής, την οποία βέβαια το συμβούλιο ποτέ δεν θεώρησε μη-ισχύουσα (*βλ. επεισόδιο 28-7-43).

Από 1/9/43 διαταγή από Κουν στο Τμήμα Εμπορικής Διαχείρισης να μην δίνει οδηγίες διαχείρισης και λογοδοσίας χωρίς συνεννόηση με τον Μέρτεν και αφού προηγουμένως είχε λήξει η χορήγηση των υπό μεσεγγύηση υπολειπόμενων ισραηλιτικών .καταστημάτων τα οποία και τα δυο ουδέποτε γίνονταν κατόπιν ενεργειών των μεσεγγυούχων.

 

H ελληνική υπηρεσία, σύμφωνα με την Έκθεση Δούρου δεν αμέλησε να ενοχλεί τους Γερμανούς για τις υποχρεώσεις των μεσεγγυούχων, αλλά το ζήτημα έμεινε εκκρεμές μέχρι να λήξει η κατοχή.

Στην Ι4836/25.10.43 αναφορά προς το ΓΔΜ η ΥΔΙΠ προέκρινε ως λύση  οι διαχειριστές να παραδώσουν αυτούσια τα παραληφθέντα εμπορεύματα ή ομοειδή εμπορεύματα. Μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί νομική πολιτική λύση και ο Δούρος παρουσιάζει τις προτεινόμενες λύσεις

1. πληρωμή της αποτιμήσεως στο πρωτόκολλο παράδοσης παραλαβής, (άποψις σωματείου μεσεγγυούχων). Απαράδεκτη γιατί εκμηδενίζει την ισραηλιτική .περιουσία
2. η λογοδοσία κατά νόμο 205/43 σε μικρά χρονικά διαστήματα. Αδύνατη γιατί στηριζόμενοι στη γερμανική .διαταγή, οι διαχειριστές άρχισαν να πωλούν τα εμπορεύματα άνευ λογιστικών βιβλίων

3. πληρωμή της αποτιμηθείσας αξίας μέσω ανατιμήσεως με βάση την τιμή χρυσού ή σίτου. Εύκολη αλλά νομιμοποιεί την αποτίμηση που είναι πασίγνωστο ότι είναι προϊόν συναλλαγής πραγματογνώμων -μεσεγγυούχων

4. Νέα αποτίμηση σε προπολεμικές δραχμές και αναγωγή με τιμή χρυσού. Εύκολη χωρίς το μειονέκτημα της προηγούμενης

5. Υποχρέωση να αποδώσουν αυτούσια τα εμπορεύματα που παρέλαβαν, με καθορισμένη χρηματική αποζημίωση των μεσεγγυούχων που έχουν την υποχρέωση επιστροφής του κεφαλαίου σε είδος.

Αυτή είναι σύμφωνη με το πνεύμα της γερμανικής διαταγής περί διατήρησης αμείωτου οικονομικού .όγκου. Σύμφωνο και με διαχείριση συνετού εμπόρου που σε συνθήκες πληθωρισμού προχωρά σε άμεση αντικατάσταση πωληθέντων.

Κατά την υπηρεσία το 4 είναι πιο εύκολο και το 5 μειώνει την έκθεση του Δημοσίου μιας και οι εγερθείσες αξιώσεις των ισραηλιτών στρέφονται προς μεσεγγυούχους. Επίσης προφυλάσσει την υπηρεσία από κινδύνους κατασχέσεως από γερμανικές .αρχές κατοχής.

 

 

Δ. Η ελληνική ανάμειξη

Στην αρχή και στο τέλος της έκθεσης ο Δούρος γράφει τη γνώμη του για το αν ορθώς ενεπλάκη ελληνική διοίκηση στη διαχείριση. Υποστηρίζει ότι έπρεπε να το πράξη «απλώς και μόνον επί τω σκοπώ της διαφυλάξεως και καλυτέρας διασφαλίσεως της ανωτέρω περιουσίας χωρίς να προβεί εις ουδεμίαν πράξιν ή επίσημον ενέργεια εξ ης να καταφαίνηται η αποδοχή της δωρεά της εν λόγω περιουσίας εις ην προέβησαν αι γερμανικαί αρχαί».

Το έκανε όπως και «οιασδήποτε Έλλην πολίτης έχει υποχρέωσιν, οσάκις αντιληφθή αδέσποτον τι πράγμα, θεωρούμενον ως απολωλός να το παραλάβει και να το προσκόμιση ει το οικείον αστυνομικόν τμήμα για να επιτευχθεί η καλύτερα διασφάλισης αυτού».

Εκτός της υποχρέωσης της ελληνικής διοίκησης «ην είχε να εκτέλεση σχετικήν ρητήν επιταγής των αρχών κατοχής», έπαιξε σημαντικό ρόλο και το γεγονός ότι «η τοιαύτη περιουσία απετέλει μέγιστην ευκαιρίαν δια την άσκησιν της κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους της (υποστήριξις προσφύγων κλπ)» σε πρόσφυγες  από την Μακεδονία και τη Θράκη, που είχαν «μεγίστην ανάγκην αποκαταστάσεως επαγγελματικής».

Διαπιστώνει ότι η ελληνική διοίκησις κατέστη «αθελήτως εκτελεστικόν όργανον των διαταγών και της βουλήσεως των γερμανικών αρχών κατοχής» και ότι προσπαθούσε διαρκώς «να συντελή όσον ηδύνατον καλύτερον εις την διαφύλαξιν της περιουσίας ταύτης και ει την συνετήν διαχείρισίν της αντιδρώσαν συγχρόνως όσον και τούτο ήτο δυνατόν εις αντικανονικάς επεμβάσεις».

Σε άλλο σημείο ο Δούρος σχολιάζει ότι η ελληνική διοίκηση «δεν δύναται ποτέ να προβλέψει την έκταση της γερμανικής παρεμβολής σε αυτήν πολλώ δε μάλλον την κάτω σιαγόνα υπό των γερμανικών αρχών. Αλλά κι αν ήταν ακόμη δυνατόν στην ελληνική διοίκηση να φανταστεί εκ των προτέρων και να προβλέψει αυτήν την εξέλιξη των πραγμάτων θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο αμφίβολο εάν θα είχε τη δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης των εντολών των αρχών κατοχής».

Αναφέρει μεταξύ άλλων ο Δούρος:

   «Η υπηρεσία γεννήθηκε και εξελίχθηκε υπό σκληρή γερμανική κατοχή και στο μέτρο των δυνατοτήτων της προσπάθησε να διασφαλίσει την εγκαταλειφθείσα ισραηλιτική περιουσία και φρόντισε για τη δημιουργία παραστατικών και αποδείξεων των διαρπαγών.

   Ήταν έκδηλη η ανάγκη της καθ οιονδήποτε τρόπο ανάμειξης του ελληνικού δημοσίου, για την προστασία των περιουσιών καθ οιονδήποτε τρόπο.

   Κάποιοι είπαν οτι το δημόσιο έπρεπε να μείνει θεατής των διαδραματιζομένων εστω κι αν αφορούσαν περιουσία ελλήνων πολιτών.  Τα υπολείμματα της τότε διοικητικής εξουσίας της έστω και υπο ξενική κατοχή χώρας μας έπρεπε να λάβουν όποιο πρόσφορό μέσο διασφάλισης συμφερόντων εντοπιζόμενων πολιτών.

   «Αν δεν είχε αναμειχθεί θα ήγεν αναμφίβολα σε πλήρη διασάλευση της δημόσιας ταξεως γιατί θα ήταν ελεύθερη η λεηλασία και η διαρπαγή πάρα πολλών πραγμάτων που ανήκαν σε πολίτες και τότε τι θα εγένετο τα υπολείμματα της ηθικής; Ταυτοχρόνως θα δημιουργούντο χιλιάδες κλεπτών αρπαγέων και λεηλατών, δηλ εγκληματιών τη επίνευση και ταις ευλογίες της τηρουμένης δήθεν ηθικής πολιτείας.

   «Δεν είναι σοβαρό να υποστηρίζεται ότι η εν Ελλάδι υφιστάμενη πολιτική εξουσία μπορούσε να εμποδίσει τον κατακτητή να αναμειχθεί στη διαχείριση, όταν δεν είχε τη δυνατότητα να εμποδίσει την αφαίρεση ζωής από Έλληνες πολίτες. Η ΥΔΙΠ εκτελούσε πραγματικό εθνικό καθήκον, με δυσχέρειες και κινδύνους»

Ο Δούρος επαναλαμβάνει ότι:

Κατά κανόνα κάθε πράξη διαχειρίσεως ή συγκεντρώσεων κινητών πραγμάτων ή εμπορευμάτων  (μεταφορές εισαγωγές σε αποθηκες παραλαβές κατασχόμενων παραδόσεις εις δικαιούχους διαπιστώσεις πράξεων αρχών κατοχής άνοιγμα και κλείσιμο καταστημάτων χρηματοκιβωτίων παράδοση καταστημάτων βάσει εγκυκλίων διαταγών) ενεργούνταν από τριμελεις ή και πενταμελείς επιτροπές και ΔΥ και υπό την εποπτεία ανωτέρων,  για να διασφαλιστεί η καλή διεξαγωγή της υπηρεσίας.

—Τηρούταν βιβλίο και συντασσόταν ειδικά δελτία κινήσεων ώστε να εμφανίζεται η ώρα παραλαβής των κλειδιών των υπαλλήλων και της παραλαβής στην υπηρεσία. Η παράδοση καταστημάτων κ επιχειρήσεων γινόταν από έναν υπάλληλο και δύο ορκωτούς πραγματογνώμονες που υποδείκνυε το ΕΒΕΘ. Η καταγραφή γινόταν από συνεργία με έναν υπάλληλο έναν πραγματογνώμονα και αντιπρόσωπο της ΙΚΘ και του ιδιοκτήτη (τούτο έγινε μόνο στην αρχή των εκτοπισμών).

—Η ΥΔΙΠ έκανε αναφορά στον εισαγγελέα για κάθε πράξη ή παράβαση των οργάνων ή των διαχειριστών που έπεφτε στην αντίληψή της. Υπέβαλε μηνύσεις κατ' αγνώστων σε περίπτωση διαρρήξεων και κλοπών σε καταστήματα και αποθήκες

—Κάθε πράξη ή ενέργεια της υπηρεσίας ήταν αποτέλεσμα απόφασης του ΓΔΜ και του εποπτικού συμβουλίου. Οι γερμανικές διαταγές εκτελούνταν υποχρεωτικά, ιδίως το διάστημα που τη διεύθυνση της ΥΔΙΠ είχε Γερμανός, οπότε δεν λειτουργούσε το εποπτικό συμβούλιο

 

Δ. ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Ένα ζήτημα που έπρεπε να διαχειριστεί η ΥΔΙΠ μετά τη λήξη του πολέμου ήταν το πώς θα βεβαιωθεί η αφάνεια ή ο θάνατος και το κληρονομικό δικαίωμα κράτους ή κληρονόμων. Ο Δούρις πρότεινε να καθοριστεί νέα διαδικασία (γιατί αυτή με το νόμο των σχολαζουσών κληρονομιών είναι μακρά και δαπανηρή) με προθεσμία εμφάνισης ιδίων ή των κληρονόμων αλλιώς να θεωρείται ότι ανήκει στο ελληνικό δημόσιο με βάση όσα ισχύουν για τη μουσουλμανική περιουσία και να επανέλθει το δικαίωμα οψέποτε εμφανιστεί. Προτείνει να συσταθεί οργανισμός ή ειδική υπηρεσία για τη διαχείριση, να ρυθμιστούν ζητήματα ενοικιοστάσιου και του αστικού νόμου περί μεσεγγυήσεως και της λογοδοσίας των διαχειριστών.
Σε πολλές περιπτώσεις οι μισθωτές δεν ήθελαν να επιστρέψουν τα ακίνητα. Είτε αν είναι δέον να αποδοθούν στους ιδιοκτήτες και να αρθεί το ενοικιοστάσιο ή αν θέλουν να παραμείνουν οι διαχειριστές μετά τη λήξη της λογοδοσίας τους να παραμείνουν ως μισθωτές ή εάν συνεχίσει το ενοικιοστάσιο και ηθελον διατεθεί στο ελληνικο δημόσιο ως πόρο της διαχείρισης. Πολλά καταστήματα βρίσκονται στα κέντρα των πόλεων και η μισθωτική αξία είναι ανάλογη. Κάποιοι μεσεγγυούχοι προέβησαν (παρά τον ισχύοντα νόμο περί ενοικιοστασίου και τις υποχρεώσεις ως μεσεγγυούχων) σε καθαρές ή συγκεκαλυμμένες υπομισθώσεις μέσω εικονικών συνεταιρισμών ή και σε πωλήσεις για να επωφεληθούν από τη μισθωτική αξία του αέρα
Άλλο θέμα που χρήζει νομοθετικής ρύθμισης είναι ο τρόπος διαχείρισης των ισραηλιτικών οικοδομών και αγροτικών επιχειρήσεων των οποίων η διαχείριση ανατέθηκε στην ΑΤΕ. Επίσης η τύχη των προς μεσεγγύηση πραγμάτων, επίπλων σκευών κλπ που παραδόθηκαν από τις υπηρεσίες πρόνοιας και στεγάσεως σε πρόσφυγες από ΑΜΘ που εγκαταστάθηκαν σε ισραηλιτικά σπίτια ορισμένοι εκ των οποίων επέστρεψαν στον τόπο καταγωγής τους.

 

   Ο Δούρος για τον Δούρο

Για το διορισμό διαχειριστών η υπηρεσία στηρίχθηκε σε ομόφωνες αποφάσεις των αρμοδίων επιτροπών (48163/43 απόφασης ΓΔΜ συστάθηκε υποεπιτροπής βάσει του ν205 η γνωμοδοτική) χωρίς εξαίρεση

Γράφει ο Δούρος για τον εαυτό του: «Ο διευθυντής δέχτηκε ισχυρές πιέσεις αλλά δεν έκανε ο ίδιος προτάσεις (σ.σ. μεσεγγυούχων) παρότι εκ του νόμου ειχε το δικαίωμα». Χαρακτηρίζει αυτή τη στάση «υψίστη τιμή» και ότι απαιτούσε «αντοχή ευσυνείδητης άσκησης των καθηκόντων του. Δεν ξέρω αν θα το κατόρθωνε άλλος έναντι όχι πιθανόν ωφελημάτων αλλά τουλάχιστον υπηρεσιακού εγωισμού. Σε αυτό τον πειρασμό δεν άντεξε η Διοίκησης, δυστυχώς μετά την απελευθέρωση προέβη σε απευθείας διορισμούς ή άρση διορισμών»

Search