Η ΥΔΙΠ και η μεταπολεμική εποχή

 

Μεταπολεμικά ο διευθυντής της ΥΔΙΠ Ηλίας Δούρος κατηγορήθηκε για συνεργασία με τις κατοχικές αρχές με σκοπό τον πλουτισμό, αλλά και για κατάδοση ενός υπαλλήλου της υπηρεσίας, τον οποίο στη συνέχεια εκτέλεσαν οι Ναζί. Τον Οκτώβριο του 1944 συλλαμβάνεται από τον ΕΛΑΣ και κρατείται μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1946, οπότε κρίνεται ότι δεν υπάρχει λόγος παράτασης της προφυλάκισης. Τον Μάρτιο του 1948 το Δικαστικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης αποφασίζει με βούλευμα να μην απαγγελθούν κατηγορίες και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο χωρίς να φτάσει στις αίθουσες των δικαστηρίων.

 

Στη φάση των ανακρίσεων οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο Δούρος ήταν ότι κατά τη διάρκεια της κατοχής άσκησε το λειτούργημά του προς διευκόλυνση του έργου της κατοχής και υποβοήθησε ουσιωδώς την πολεμική προσπάθεια του  εχθρού. Περαιτέρω ότι άσκησε το λειτούργημά του κατά τρόπο πιεστικό για τον λαό, προκάλεσε ζημία στον ελληνικό λαό και σε Έλληνες πολίτες. Επίσης ότι επί σκοπώ πλουτισμού εκμεταλλεύτηκε την οικονομική συνεργασία με τους Γερμανούς, καταπίεζε  τους διοριζόμενους διαχειριστές των ισραηλιτικών περιουσιών και λάμβανε από αυτούς αμοιβή για την έκδοση της σχετικής απόφασης και την αναγραφή στα πρωτόκολλα λιγότερα των πραγματικά  παραδιδόμενων περιουσιακών στοιχείων.

Η πρώτη μαρτυρική κατάθεση που εντοπίζεται στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (ΙΑΜ – ΓΑΚ) είναι του πρώην φύλακα της ΥΔΙΠ Ι. Ε. και ελήφθη λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του Δούρου από τον ΕΛΑΣ, την περίοδο της κυριαρχίας του ΕΑΜ στη Θεσσαλονίκη. Ο Ι.Ε. υποστήριξε ότι ο Δούρος είχε ζητήσει  να καθαρίσει η υπηρεσία από κομουνιστές και Εαμίτες, πίεζε κλητήρες να καταταγούν στα τάγματα ασφαλείας και αντέδρασε έντονα για συνθήματα κατά των ταγματασφαλιτών που ήταν γραμμένα στους τοίχους.[1]

 

Η κατηγορία περί χρηματισμού

Ο μάρτυρας Γ.Κ. επίσης υπάλληλος της ΥΔΙΠ, περιέγραψε τον Δούρο ως «σκοτεινό» χαρακτήρα, «αντιλαϊκό» και «αυθαίρετο στραγγαλιστή των στοιχειωδών δικαιωμάτων των υπαλλήλων» κι ότι απέλυσε νυχτοφύλακες που αντιδρούσαν στις αποφάσεις του. Ο Γ.Κ. σημείωνε ότι «υπάρχουν σκοτεινά και ύποπτα σημεία» στη διαχείριση της ισραηλιτικής περιουσίας και αναφέρθηκε σε κατηγορία που εκκρεμούσε ενώπιον της δικαιοσύνης ότι ο Δούρος «συνεργάστηκε με ύποπτους ανθρώπους και με ορισμένη κλίκα της ΥΔΙΠ για να χρηματιστεί και να θησαυρίσει», κι ότι υπήρχαν πλείστοι μάρτυρες που γνώριζαν τις παρανομίες του. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι ο μάρτυρας είχε έρθει σε προστριβές με τον κατηγορούμενο, για τον οποίο ανέφερε ότι «η ελεεινότητα και αισχρότητα» του Δούρου έφτασε μέχρι του σημείου να συκοφαντεί για μηδαμινά πράγματα «αθώους υπαλλήλους όπως και ο υποφαινόμενος» για να εμφανίζεται στα μάτια των ανωτέρων του ως ακέραιος.[2]

Ως προς τα οικονομικά οφέλη που φέρεται να αποκόμισε ο Δούρος, σε επιστολή του αγγλικού Γραφείου Βαλκανικών Πληροφοριών προς τις δικαστικές αρχές (29/9/45) αναφέρεται ότι ο Δούρος συνεργάστηκε «στενώς και ιδιωτικώς» με τους Μέρτεν και Μάισνερ και ότι από αυτή τη συνεργασία «λέγεται ότι εκέρδισε άνω των 100.000 χρυσών λιρών».

Μετά το 1946 και την έναρξη του εμφυλίου πολέμου βρίσκουμε καταθέσεις μόνο υπέρ του Δούρου, κι αυτό επίσης θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν, καθώς τα δεδομένα της εποχής έχουν αλλάξει. Για παράδειγμα ο μάρτυρας Α.Π., σιδηροδρομικός, υποστήριξε (11/7/46) στην κατάθεσή του ότι «ο Δούρος ουδέποτε υπήρξε προδότης αλλά πάντοτε πατριώτης, ζούσε όπως όλοι μας οι δημόσιοι υπάλληλοι βίο λιτό». Σημειωτέον ότι ο μάρτυρας είχε φιλικές σχέσεις με τον Δούρο, ο οποίος τον βοήθησε να απαλλαγεί από το γερμανικό στρατοδικείο.[3]

Ο Ν.Ε., απόστρατος συνταγματάρχης, η υπηρεσία του οποίου ήταν να συγκεντρώνει δικαιολογητικά για το κάθε ισραηλιτικό κατάστημα, καταθέτει (2/1/48) ότι δεν υπέπεσε στην αντίληψή του ούτε να ασκεί πιέσεις ούτε να λαμβάνει αμοιβή από μεσεγγυούχους ο Δούρος.[4]

Ο δικηγόρος και προσωπάρχης της ΥΔΙΠ την περίοδο της κατοχής Μ.Π. αναφέρει στην κατάθεσή του (19/1/48) ότι με βάση όσα του είπε ο απογραφέας Γ. Σ. είναι πεπεισμένος ότι η αξία των εμπορευμάτων που γραφόταν στα πρωτόκολλα ήταν πολύ μικρότερη της πραγματικής, όμως δεν είναι σε θέση να καταθέσει εάν ο κατηγορούμενος λόγω του λειτουργήματος το οποίο κατείχε ασκούσε πίεση στους διοριζόμενους μεσεγγυούχους προς χρηματισμό ή και αν ελάμβανε ποσοστά εκ των πωλούμενων από αυτούς εμπορευμάτων.

 

Η υπόθεση Παπαδόπουλου

Η σοβαρότερη υπόθεση για την οποία καταθέτουν διάφοροι μάρτυρες, υπέρ και κατά του Δούρου, είναι ότι κατέδωσε στους Γερμανούς έναν φύλακα, ονόματι Η.Π., τον οποίο έπιασε να κλέβει μερικά φλιτζάνια από το υαλοπωλείο Μπενρουμπή. Άλλοι μάρτυρες αναφέρουν πληροφορίες ότι ήταν πράκτορας των Άγγλων, κι άλλοι ότι ήταν όργανο των Γερμανών, άλλοι ότι η τύχη του αγνοείται, άλλοι ότι τον εκτέλεσαν οι αρχές κατοχής, κι άλλοι ότι διέφυγε για δουλειά στη Γερμανία.[5]

Δεδομένου ότι ο Π. ήταν Αιγυπτιώτης Έλληνας, Άγγλος υπήκοος, το 1945 το αγγλικό Γραφείο Βαλκανικών Πληροφοριών ζήτησε να διερευνηθεί περαιτέρω η υπόθεση και επικαλούμενο τις μαρτυρίες των τότε φυλάκων της ΥΔΙΠ και ιδιαίτερα του Ι.Ε., ότι ο Δούρος πρόδωσε τον Π. ως Άγγλο υπήκοο και κατάσκοπό, και οι γερμανικές αρχές των συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν.[6] Ο Ι.Ε. είχε καταθέσει ένα χρόνο νωρίτερα (6/11/44) ότι ο Δούρος παρέδωσε τον Π. στους Γερμανούς, χωρίς αναφορές περί κατασκοπείας. Ο ίδιος επικαλέστηλε «φήμες» ότι ο Π. εκτελέστηκε.

Η μάρτυρας Φ.Π., νοικοκυρά, ισχυρίστηκε στην κατάθεσή της (23/11/45) ότι ο Π. είχε πέσει σε δυσμένεια γιατί δεν μιλούσε καλά ελληνικά και όταν πιάστηκε από τον Δούρο, παραδόθηκε στους Γερμανούς και εκτελέστηκε μαζί με 50 άλλους.[7] Όμως, έναν χρόνο αργότερα, ο μάρτυρας Α.Π. αναφέρει ότι η Φ.Π. τον εκβίασε κι ότι ο Δούρος έλαβε μέτρα εναντίον της.

Ο χωροφύλακας Π.Κ. που υπηρετούσε στην ΥΔΙΠ, στην κατάθεσή του (2/7/46) περιγράφει τον Π. ως σεσημασμένο κλέφτη και ισχυρίζεται ότι ήταν όργανο των Γερμανών. Ο μάρτυρας  αναφέρει ότι κατά Ιανουάριο 1944 ο ίδιος και ο νυχτοφύλακας της ΥΔΙΠ Στ. Γ. είδαν τον Π. στο σιδηροδρομικό σταθμό και τους είπε ότι προκειμένου να είναι κλεισμένος στο στρατόπεδα προτίμησε να πάει στη Γερμανία ως εργάτης. Για τον Δούρο, αποκλείει να τον κατέδωσε στους Γερμανούς και πιθανολογεί ότι ίσως να τον κατηγορούν άνθρωποι της υπηρεσίας του, επειδή ως προϊστάμενος ήταν αυστηρός.[8]

Ο Α.Θ. εμπορικός αντιπρόσωπος, κατέθεσε (2/7/1946) ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας της σύλληψης του Π. από έναν Γερμανό. Ο μάρτυρας γνώριζε τον Δούρο (γιατί οι Γερμανοί του είχαν επιτάξει μια αποθήκη και πήγαινε τακτικά στην ΥΔΙΠ), αναφέρει ότι είχε καλή φήμη στη κοινωνία της Θεσσαλονίκης και πιστεύει ότι η κατηγορία περί κατάδοσης «ασφαλώς προέρχεται από μνησικακία και κακότητα υπαλλήλων της υπηρεσίας του εις τους οποίους εφέρετο αυστηρώς».[9]

Ο Θ.Κ, απογραφέας στην αποθήκη Μπενρουμπή και αυτόπτης μάρτυρας (6/7/46) περιέγραψε τα γεγονότα λέγοντας ότι ένας Γερμανός έπιασε τον Π. να κλέβει φλιτζάνια κι ότι ο Δούρος ήρθε επί τόπου να επιθεωρήσει τη δουλειά των απογραφέων. Το συμβάν έληξε με τον δράστη να επιστρέφει ένα ποσό  και να τον παραλαμβάνει ένας χωροφύλακας. «Έκτοτε δεν τον ξανάκουσα. Έμαθα ότι αναχώρησε προς εργασία στη Γερμανία» κατέθεσε.[10]

Ο μάρτυρας Γ.Κ.[11] μοίραρχος γενικής ασφαλείας το 1943, κατέθεσε (24/7/46) ότι ο Π.  εκβίαζε τους διαμένοντας εις ισραηλιτικά καταστήματα και λάμβανε διάφορα χρηματικά ποσά, κι όταν τον συνέλαβε δήλωσε ότι διορίσθηκε από την γενική διοίκηση Μακεδονίας, αφήνοντας να υποτεθεί ότι γι αυτόν ενδιαφέρονται οι Γερμανοί.

Ο δικηγόρος και προσωπάρχης της ΥΔΙΠ την περίοδο της κατοχής Μ.Π. (19/1/48), αναφέρεται σε πληροφορίες που ακουγόταν ότι ο Π. ήταν υπάλληλος της Ιντέλιτζενς Σέρβις, και παρά το ότι αναγνωρίζει το ήθος και την αυστηρότητα του Δούρου, όμως χαρακτηρίζει αξιοκατάκριτη την πράξη του να τον παραδώσει στους Γερμανούς, οι οποίοι τον εκτέλεσαν.[12]

Ο οικονομικός επιθεωρητής Χ.Γ. αναφέρεται (21/1/48) σε πληροφορίες που γνωρίζει και σε καταθέσεις που είχε λάβει, ότι ο κατηγορούμενος «φέρεται υποδείξας τον φύλακα της ΥΔΙΠ Π. στους Γερμανούς οι οποίοι τον εκτέλεσαν. Δεν γνωρίζω όμως για ποιο λόγο τον υπέδειξε ούτε και αν εκτελέστηκε συνεπεία της καταδόσεως».

 

Η έκθεση Γιούλη

Τόσο ο Δούρος, όσο και όσοι υποστήριζαν ότι ήταν ένοχος για συνεργασία με τους Γερμανούς, επικαλέστηκαν την έκθεση του επιθεωρητή της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας Χ. Γιούλη.

Τον Σεπτέμβριο του 1945, το αγγλικό Γραφείο Βαλκανικών Πληροφοριών αναφέρει ότι στο 70 σελίδων πόρισμά του, που υπεβλήθη στο υπουργείο Οικονομικών, περιλαμβάνονται σοβαρές κατηγορίες εναντίον του Δούρου. Ο Χ. Γιούλης καλείται από τον ανακριτή μόλις τον Ιανουάριο του 1948. Στην κατάθεσή του (21/1/1948 ) αναφέρει ότι διενήργησε διοικητική ανάκριση εις βάρος του Δούρου, κατά τη διάρκεια της κατοχής, κι ότι φοβόταν να μην πέσει στη δυσμένεια του Δούρου, επειδή ο κατηγορούμενος είχε επαφές με τους Γερμανούς, για αυτό φρόντιζε οι καταθέσεις να μην τον θίγουν. «Παρόλα αυτά όμως οι εξεταζόμενοι μάρτυρες κατέθεσαν εις βάρος του πλείστα όσα ενοχοποιητικά στοιχεία, ενοχοποιούντα αυτόν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του» καταθέτει, ωστόσο δεν θυμάται άλλα στοιχεία «λόγω παρελεύσεως χρόνου».[13] Σημειωτέον ότι η έκθεση θα πρέπει να συντάχθηκε μεταπολεμικά (αρ. πρωτ 165/1945) και ήταν κατατεθειμένη στην εισαγγελία πρωτοδικών.

Σύμφωνα με όσα αναφέρει στην απολογία του ο Δούρος ο Γιούλης «διετέλεσε της εμπιστοσύνης των ελασιτών» κατά τη διάρκεια της εαμοκρατίας. Ο Δούρος το χρησιμοποιεί ως επιχείρημα υπέρ του, ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος τη δεδομένη χρονική στιγμή έγραφε «ότι το έργο μου υπήρξε ‘’δυσχερές’’, ενώ σε άλλο σημείο του αναφέρεται ότι το έργο μου ‘’διεξήγετο… υπό την πίεσιν των Γερμανών’’».

Αντιθέτως ο ειδικός επίτροπος, ο οποίος εισηγήθηκε στο δικαστικό συμβούλιο να μην απαγγελθούν κατηγορίες στον Δούρο, αμφισβητεί την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα της ανάκρισης που έκανε ο Γιούλης, που συσχετίζει με «την κρατούσαν ή δημιουργηθείσαν ενάντιον του κατά την εποχή εκείνη δυσμενή κοινή γνώμη, πράγμα όπερ εν την ως άνω  εκθέσει του δεν αποκρύπτει ούτε αυτός». Θεωρεί ότι ο Γιούλης υπερβάλλει τα γεγονότα με τέτοια ένταση στην περιγραφή, «εις σημείου ώστε να εκφεύγει εν πολλοίς της πραγματικότητος, καθίσταται άνευ σοβαρής σημασίας ή στηριζόμενη εξ ολοκλήρου εις υπολογισμούς και υποθέσεις μαρτύρων εχθρικώς διακειμένων προς τον κατηγορούμενον».

 

Η απολογία του κατηγορούμενου

Στις 14 Φεβρουαρίου 1948 ο Δούρος απολογήθηκε χωρίς δικηγόρο και αρνήθηκε κατηγορηματικά τα αποδιδόμενα εις αυτόν.[14] Ο Δούρος ισχυρίστηκε ότι επανειλημμένως εκβιάστηκε με εγκλεισμό στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Παύλου Μελά αλλά και με αποστολή σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γερμανία εάν δυσχέρανε την εκτέλεση διαταγών των Γερμανών. Ο Δούρος επικαλείται μιαν αναφορά (3804/23/6/44) του προϊσταμένου του Γραφείου συνδέσμου αρχών κατοχής Χρ. Κεραμέως και νυν υπολοχαγού της στρατιωτικής διοικήσεως, καθώς και τα πρακτικά του πενταμελούς εφετείου 263, 264/47 από τα οποία «προκύπτει ότι δεν είχα καμία συνεργασία με τους Γερμανούς». Ως προς την κατηγορία ότι πίεζε τους μεσεγγυούχους εκμεταλλευόμενος τη θέση του, τονίζει ότι τους διορισμούς μεσεγγυούχων δεν τους έκανε ο ίδιος αλλά αρχικά μια επιτροπή, αργότερα οι ίδιοι οι Γερμανοί παράλληλα με αυτήν. Όσο για τα πρωτόκολλα παραδόσεως των εμπορευμάτων, λέει ότι συντασσόταν από επιτροπή με τη συμμετοχή υπαλλήλου ΥΔΙΠ και δύο εμπειρογνωμόνων διορισμένων από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Επίσης λέει ότι τα μέλη της επιτροπής διοριζόταν από τον προϊστάμενό του, οικονομικό έφορο και ουδέποτε μετείχε ο ίδιος σε αυτήν, «ούτε ήτο δυνατόν να μετέχω λόγω της θέσεως μου». Ο Δούρος θυμίζει τέλος την απόφαση 263/47 του πενταμελούς εφετείου με την οποία απαλλάχθηκε καθώς και την έκθεση Γιούλη και κλείνει την απολογία του λέγοντας ότι οι ενέργειές του ως προϊστάμενος της ΥΔΙΠ ήταν σύμφωνες με τις αποφάσεις του Εποπτικού Συμβούλιου της ΥΔΙΠ.

Στις 8 Μαρτίου 1948 ο ειδικός επίτροπος προτείνει στο δικαστικό συμβούλιο να μην απαγγελθούν κατηγορίες στον Δούρο, επειδή από την τακτική ανάκριση δεν προέκυψε «ουδέν απολύτως θετικόν ή και συγκεκριμένο στοιχείο ενισχύον έστω και πόρρωθεν τας κατά του κατηγορίας».[15] Λίγες μέρες αργότερα, στις 16/3/1948 το δικαστικό συμβούλιο αποδέχεται την πρόταση και απαλλάσσει με βούλευμά του τον Δούρο από τις κατηγορίες.[16]

 

 

 

 

Υπόθεση Αβραμίδη[17]

Η υπόθεση του εμπόρου Σταύρου Αβραμίδη είναι από τις πλέον χαρακτηριστικές των έκνομων ενεργειών στις οποίες συνέργησε η ΥΔΙΠ.

Ο Αβραμίδης είχε νοικιάσει μια αποθήκη στη Στοά Αλλατίνη που νωρίτερα ήταν νοικιασμένη από τον εβραίο έμπορο Αμπαστάδο. Η ενοικίαση της αποθήκης σύμφωνα με τη μηνυτήρια αναφορά του Αβραμίδη είχε γίνει πριν από την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην πόλη τον Απρίλιο του 1941.

Το 1944 η αποθήκη του Αβραμίδη ήταν πλήρης εμπορευμάτων και η αξία τους υπολογιζόταν στα 8.000.000 μεταπολεμικές δραχμές. Δύο γνωστοί συνεργάτες των Γερμανών, οι Σ.Π.Τ και Σ.Ι.Τ., έβαλαν στο μάτι την αποθήκη του. Πέτυχαν μέσω των γερμανικών αρχών να τους αποδοθεί η αποθήκη ως μεσεγγυούχων με τη δικαιολογία, η οποία ήταν ψευδής, ότι ανήκε σε Εβραίο.

Στη συνέχεια ξεπούλησαν όλα τα εμπορεύματα του Αβραμίδη και καρπώθηκαν τα κέρδη. Ο Αβραμίδης προσκόμισε στοιχεία ότι οι εν λόγω είχαν πλουτίσει στην Κατοχή ως προμηθευτές των Γερμανών και γνωστοί μαυραγορίτες. Ο ένας εκ των δύο δε είχε αποκτήσει 13 τουλάχιστον ακίνητα στη διάρκεια της Κατοχής.

Η εμπλοκή της ΥΔΙΠ έγκειται στο ότι διευκόλυνε τους Σ.Π.Τ. και Σ.Ι.Τ. στη λεηλασία της αποθήκης του Αβραμίδη. Υπάλληλοι της διέρρηξαν τις κλειδαριές για να παραδώσουν την αποθήκη στους δύο συνεργάτες των Γερμανών ενώ μετά τα όσα έγιναν γνωστά και κυρίως ότι η αποθήκη ανήκε σε Χριστιανό και όχι Εβραίο, προσπάθησαν να συγκαλύψουν το γεγονός. Ο Αβραμίδης μήνυσε εκτός από τους προαναφερόμενους δύο και τρεις υπάλληλους της ΥΔΙΠ και τον διευθυντή Ηλία Δούρο ως συνεργούς. Σύμφωνα με τη μήνυση του Αβραμίδη οι υπάλληλοι της ΥΔΙΠ κατέγραψαν ότι η αποθήκη ήταν κενή εμπορευμάτων ενώ στην πραγματικότητα ήταν γεμάτη με υφάσματα υψηλής αξίας ενώ ο Δούρος επιχείρησε να καλύψει τα ίχνη κατόπιν με ψευδείς αναφορές.

Παρά τις μαρτυρικές καταθέσεις και το πλήθος επιβαρυντικών στοιχείων που κατατέθηκαν όλοι οι μηνυόμενοι απαλλάχτηκαν των κατηγοριών.

 

 



[1] ΙΑΜΓΑΚ, GRGSA-IAM_JUS013.01_000173

[2] ΙΑΜΓΑΚ, GRGSA-IAM_JUS013.01_000173_00061 και GRGSA-IAM_JUS013.01_000173_00062

[3] ΙΑΜΓΑΚ, ό.π.

[4] ΙΑΜΓΑΚ, ό.π

[5] Στην απολογία του προς τον ανακριτή (21/6/1946) ο Δούρος αρνήθηκε ότι κατέδωσε τον Π. επειδή έκλεψε υαλικά και επιφυλάχθηκε να υποβάλλει λεπτομερές υπόμνημα, το οποίο δεν εντοπίσαμε στα αρχεία ΙΑΜ - ΓΑΚ

[6] ΙΑΜ – ΓΑΚ, ό.π

[7] ΙΑΜ – ΓΑΚ, ό.π

[8] ΙΑΜ – ΓΑΚ, ό.π

[9] ΙΑΜ – ΓΑΚ, ό.π

[10] ΙΑΜ – ΓΑΚ, ό.π

[11] ΙΑΜ – ΓΑΚ, ό.π

[12] ΙΑΜ – ΓΑΚ, ό.π

[13] ΙΑΜ – ΓΑΚ, GRGSA-IAM_JUS013.01_000173

[14] ΙΑΜ – ΓΑΚ, ό.π

[15] ΙΑΜ – ΓΑΚ, ό.π

[16] ΙΑΜ – ΓΑΚ, ό.π

[17]  ΙΑΜ – ΓΑΚ, GRGSA-IAM_JUS013.01_000427

Search